Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, το Πολυτεχνείο “ζει” ξανά, ανοίγοντας τις πόρτες του για τον καθιερωμένο τριήμερο εορτασμό της σημαντικής επετείου της 17 Νοέμβρη. Από νωρίς το Σάββατο, χιλιάδες κόσμου, φοιτητικές οργανώσεις, σωματεία, οικογένειες, νέοι και μεγάλοι, κατέκλυσαν τον ιστορικό χώρο, για να αποτίσουν φόρο τιμής στους ήρωες του Πολυτεχνείου, με το κλίμα – και φέτος – να είναι συγκινητικό.
Αντίστοιχα, καθ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου, διαβάζουμε ρεπορτάζ, αφιερώματα, δημοσιεύσεις στα σόσιαλ μίντια, με αφορμή την ημέρα. Σε κάποιες δημοσιεύσεις, λοιπόν, για την κατάθεση στεφάνων στον χώρο, έτυχε να διαβάσω μερικά… ατυχή ειρωνικά σχόλια – από τους ίδιους ανθρώπους που έχουν απορροφήσει αμάσητη την εξωφρενική ακροδεξιά προπαγάνδα περί του “μύθου” του Πολυτεχνείου. Κάποιοι, λοιπόν, ισχυρίζονται ότι η προτομή, στην οποία καταθέτουμε τα στεφάνια και τα λουλούδια κάθε χρόνο, είναι “άσχετη”, αφού ο Νίκος Σβορώνος, ο άνθρωπος, από τον οποίο εμπνεύστηκε ο γλύπτης Μέμος Μακρής το έργο, δεν ήταν ανάμεσα στους πεσόντες του Πολυτεχνείου.
Μιας και το έργο, όμως, μόνο άσχετο δεν είναι, αυτή είναι μια καλή ευκαιρία, να ανατρέξουμε στη σημασία του γλυπτού αυτού από τον Μέμο Μακρή.
«Προς τιμήν των πεσόντων» του ΠολυτεχνείουΤο γλυπτό με τον παραπάνω τίτλο, έχει συνδεθεί άρρηκτα τα τελευταία 46 χρόνια με το Πολυτεχνείο. Μπαίνοντας στον χώρο, από την κεντρική πύλη επί της οδού Πατησίων, το βλέμμα πέφτει αμέσως στην τεράστια χάλκινη κεφαλή που κείτεται στο προαύλιο – εκεί όπου και σήμερα θα δει κανείς εκατοντάδες κόκκινα γαρύφαλλα, στεφάνια, παιδικές ζωγραφιές, που έχουν τοποθετηθεί εκεί από όσους βρέθηκαν στον χώρο για να αποτίσουν φόρο τιμής.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Κι όμως, το γλυπτό μπορεί να μην δημιουργήθηκε αρχικά αποκλειστικά για το Πολυτεχνείο, βρήκε όμως τη θέση του εκεί, σαν να άνηκε πάντα στον ιστορικό αυτό χώρο. Κι αυτό, γιατί πρόκειται για ένα έργο του πρωτοπόρου Έλληνα γλύπτη και αγωνιστή, Μέμου Μακρή. Ο Μέμος Μάκρής, γεννημένος την 1η Απριλίου του 1913 στην Πάτρα, ξεκίνησε το 1934 τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ. Εκεί, από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια, πήρε ενεργά μέρος στο εργατικό κίνημα, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πολέμησε στο πλευρό του ΕΑΜ, οργανώνοντας μάλιστα παράνομες ομάδες καλλιτεχνών και ιδρύοντας το «Καλλιτεχνικό Επαγγελματικό Επιμελητήριο».
Μετά την Απελευθέρωση και παρά τον ηρωικό του αγώνα ως πρωτοπόρος της Αντίστασης, η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, αφού ως μέλος του ΚΚΕ τον καταδιώκουν οι αρχές. Έτσι, μαζί με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους επιβιβάζεται στο πλοίο-θρύλος Ματαρόα, με προορισμό το Παρίσι. Στο ίδιο πλοίο ήταν, μεταξύ άλλων, ο συναγωνιστής του στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφύλιου, ο μετέπειτα ιστορικός Νίκος Σβορώνος (1911-1989). Μαζί, θα συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Παρίσι – αλλά και την πολιτική τους δράση, καθοδηγώντας τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκεί.
Μια δυνατή φιλία θα συνδέσει τους δύο αγωνιστές, με τον Μέμο Μακρή να εμπνέεται από τον Σβορώνο, το έργο του από σφυρήλατο χαλκό, που σήμερα κοσμεί τον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου.
Ο γεννημένος στην Λευκάδα το 1911, Νίκος Σβορώνος, ένας από τους “πατέρες” της νεότερης ιστοράς, υπήρξε επίσης σπουδαίος αγωνιστής, στις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛ.ΑΣ, όπου διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Βύρωνα – Καισαριανής. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, ο Σβορώνος δίδαξε στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης, διετέλεσε μέλος της διοικούσας επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Στην κηδεία του το 1989, η τότε Υπουργός Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, θα πει χαρακτηριστικά ότι ο Σβορώνος “είναι η ίδια η Ελλάδα, η περιπέτεια και το μεγαλείο της”. Σε αυτό το πρόσωπο, λοιπόν, θέλησε ο γλύπτης να συνοψίσει “τις εμπειρίες από ήρωες – θύματα που έπεσαν για την ελευθερία”.
Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη, πως κατά την επιστροφή του Μακρή στην Ελλάδα και στην πρώτη αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη το 1978, το γλυπτό αυτό θα τραβήξει τα βλέμματα, με μία ομάδα νέων από το Πολυτεχνείο να τον προσεγγίζει, με το σκεπτικό ότι η προτομή θα ταίριαζε ως μνημείο στον χώρο.
Αν και ο καλλιτέχνης δεν συνήθιζε να δωρίζει έργα του, συμφώνησε με την πρόταση που του έγινε, με πρωτοβουλία του τότε πρύτανη του ΕΜΠ Γεωργίου Βουδούρη. Ο καλλιτέχνης δώρισε το έργο του και έτσι στις 16 Νοεμβρίου του 1979 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια. Μάλιστα, ο ίδιος ο Νίκος Σβορώνος, μιας και βρισκόταν ακόμα εν ζωή, κατέθεσε κι αυτός στεφάνι στο μνημείο.
Ακόμα και τότε, όμως, κανείς δεν ταύτισε το έργο ως φόρο τιμής αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον Σβορώνο, παρά το γεγονός ότι το πρόσωπό του υπήρξε η έμπνευση πίσω από αυτό. Όπως είχε δηλώσει, ο ίδιος ο Μακρής, την ημέρα των αποκαλυπτηρίων, σε συνέντευξη στον Ριζοσπάστη: «Σ’ αυτό [το έργο] εκφράζεται η εμπειρία μου από τα ελληνικά πράγματα. Εμπειρία που ξεκίνησε από την Κατοχή, συνεχίστηκε με την Εθνική Αντίσταση και κατέληξε στο Πολυτεχνείο, που τα γεγονότα του τα άκουγα από μακριά. […] επειδή τη γλυπτική μου την άρχισα με πορτρέτα ήθελα προς το τέλος της καριέρας μου να συνοψίσω σ’ ένα ανθρώπινο κεφάλι τα αισθήματα που είχα απ’ αυτή την εμπειρία. Με μια έκφραση όχι παραστατική, αλλά που θα έβγαινε από ένα ανθρωπιστικό σύνολο και θα αποτυπωνόταν σε ένα κεφάλι».