Στον αθέατο κόσμο της κατασκοπείας, η γυναίκα υπήρξε ανέκαθεν η πιο απρόβλεπτη και καθοριστική παρουσία. Εκεί όπου οι άντρες συχνά κινούνταν με προσοχή υπό το βλέμμα της υποψίας, οι γυναίκες περνούσαν σχεδόν απαρατήρητες – ευέλικτες, αποφασιστικές και με ένα χαμόγελο που μπορούσε να μετατραπεί σε όπλο. Χρησιμοποιώντας τη γοητεία και την οξυδέρκειά τους, κατάφερναν να αποσπούν μυστικά που άλλαζαν την πορεία των γεγονότων.
Σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε δύο, από τις πολλές γυναίκες κατασκόπους, συγκεκριμένα τις γερμανίδες που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα, και με έναν μεγενθντικό φακό να εξετάσουμε τις κινήσεις τους, με τη βοήθεια όσω πληροφοριών έχουν διασωθεί. Άλλωστε, η ιστορία τους εν γένη, δεν ήταν προορισμένη για να καταγραφεί.
Βιλχελμίνα Κόρτους: τα μυστικά μιας “ντεκορατέρ”Στις 13 Φεβρουαρίου 1938, κατέφτασε στην Αθήνα μια ψηλή κοπέλα με γαλανά μάτια και λεπτά χαρακτηριστικά. Στην Ελλάδα μπήκε με πλαστό γιουγκοσλάβικο διαβατήριο και επρόκειτο να εργασθεί ως διακοσμήτρια βιτρινών σε ένα μαγαζί στην οδό Βουκουρεστίου.
Η άφιξη μιας φαινομενικά αθώας γυναίκας, η οποία, όπως πολλές ακόμη, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα προφασιζόμενη επαγγελματικούς λόγους, αποδείχθηκε σταδιακά πως έπαιζε έναν πιο σκοτεινό ρόλο: εκτελούσε εντολές στο όνομα του Χίτλερ.
Το όνομά της ήταν Βιλχελμίνα Κόρτους και στην πραγματικότητα ήταν Γερμανίδα. Εκτός από τα γερμανικά, μιλούσε γαλλικά, ιταλικά, σέρβικα και αρκετά καλά ελληνικά. Αμέσως μετά την άφιξή της, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μινέρβα», στον τρίτο όροφο, όπου κρατούσε ένα ολόκληρο διαμέρισμα.
Αφού ανέλαβε τα καθήκοντά της ως «ντεκορατρίς» στο κατάστημα της οδούς Βουκουρεστίου, άρχισε να σχεδιάζει την πρώτη της αποστολή, που ήταν να έρθει σε επαφή με τον Έλληνα κατάσκοπο των Γερμανών, Α.Κ., ο οποίος ήταν πρώην υπάλληλος στο Υπουργείο Ναυτιλίας και παντρεμένος με γερμανίδα υπάλληλο του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Οι ύποπτες γνωριμίες της Βιλχελμίνας, καθώς και οι συχνές συναντήσεις της με τον Α.Κ, κίνησαν υποψίες στην Υπηρεσία Αλλοδαπών, αρμόδια για την παρακολούθηση των ξένων που ζούσαν στην Αθήνα και τον Πειραιά.Ένας αστυνομικός ανέλαβε να διερευνήσει την υπόθεση και να ενημερώσει την υπηρεσία του σχετικά με τον ρόλο της μυστηριώδους Βιλχελμίνας. Σύντομα εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μινέρβα» και με τη βοήθεια του ιδιοκτήτη – που συνεργαζόταν με τις Αρχές – άρχισε να ερευνά τις διασυνδέσεις και τους σκοπούς της Γερμανίδας κατασκόπου.
Αρχικά αποκαλύφθηκε η συνεργασία της με τον Α.Κ. Ο αστυνομικός ανέφερε στην Υπηρεσία του, πως κάποιο απόγευμα, είδε έναν καλοντυμένο μεσήλικα μετρίου αναστήματος να μπαίνει στο διαμέρισμα της. Ο θυρωρός τον είχε πληροφορήσει πως αυτός ο κύριος ήταν ο δάσκαλός της στα ελληνικά. Μια μισή ώρα παρέμεινε ο «δάσκαλος» στο δωμάτιο. Αφού έφυγε, ο αστυνομικός τον παρακολούθησε, και την επόμενη ημέρα έμαθε πως ο Α.Κ ήταν παλιότερα γραμματέας στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου.
Ο διοικητής του τμήματος Αλλοδαπών Πειραιώς, αστυνόμος Δασκαλάκης κατέστρωσε, σε συνεργασία με τον υπαστυνόμο Αρταβάνη, το σχέδιο δράσης. Μια πληροφοριοδότρια από το κατάστημα όπου εργαζόταν η Γερμανίδα κατάσκοπος, τους ενημέρωσε πως η Βιλχελμίνα σκόπευε να ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Τότε η παρακολούθηση άρχισε να γίνεται πιο στενή. Ένα βράδυ αφού το κατάστημα της οδού Βουκουρεστίου είχε κλείσει, η Βιλχελμίνα έφυγε βιαστική, πήγε στο διαμέρισμά της και αφού άλλαξε ρούχα, πήρε ταξί και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Α.Κ, που ζούσε στην Κυψέλη.Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, και στη συνέχεια γύρισε στο κέντρο και κατευθύνθηκε απευθείας στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» , όπου την περίμεναν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος όπου εργαζόταν και τρία ακόμη πρόσωπα. Το επόμενο απόγευμα, η Κόρτους αναχώρησε αεροπορικώς για την Ρώμη. Οι πληροφορίες για το τι συνέβη πραγματικά εκείνο το βράδυ, καθώς και το περιεχόμενο των μυστικών συζητήσεων, πιθανότατα έχουν χαθεί στην λίθη.
Στο αεροδρόμιο όμως, πριν ακόμη η Κόρτους φύγει για την Ρώμη, βρισκόταν ο Έλληνας αστυνομικός με στολή τελωνιακού, περιμένοντας δήθεν τους επιβάτες για τον προβλεπόμενο έλεγχο. Όταν έφτασε η σειρά της Βιλχελμίνας, άνοιξε την βαλίτσα της ψάχνοντας κάτι χρήσιμο για την έρευνά του.Τότε ήταν που βρήκε έναν φάκελο, τον οποίο κατόρθωσε να ρίξει στο έδαφος κρύβοντάς τον με τα πόδια του, χωρίς να αντιληφθεί κάτι η πανέξυπνη γερμανίδα κατάσκοπος. Έκλεισε την βαλίτσα και την αποχαιρέτησε ευγενικά.
Η έρευνα του φακέλου, έδωσε αρκετά ονόματα γερμανών που εργάζονταν σε διάφορα εργοστάσια στην Ελλάδα. Όπως αποδείχτηκε, κατά την Κατοχή ήταν αξιωματικοί του γερμανικού στρατού. Κοντά στα ονόματα των γερμανών υπήρχε και το όνομα του «Μάριου», ο οποίος ήταν ιταλός συνταγματάρχης της αεροπορίας και υπηρετούσε στο γενικό επιτελείο στην Ρώμη. Το τηλεγράφημα που είχε λάβει η Βιλχελμίνα προ ολίγων ημερών, αποδείχτηκε πως στάλθηκε από τον «Μάριο».
Πλέον δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Η Κόρτους ήταν μια επικίνδυνη γερμανίδα κατάσκοπος που έκρυβε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, και το κατάστημα στην οδό Βουκουρεστίου αποτελούσε άντρο γερμανών πρακτόρων.

Photo Credits: Περιοδικό “Ιστορία Εικονογραφημένη”, τεύχος 116, Μάρτιος 1978. Έκδοση: Πάπυρος Πρες.
Άλλη κατάσκοπος των Γερμανών, της οποίας οι δραστηριότητες αποκαλύφθηκαν, ήταν η Λουίζα Μίλλερ, μια εκφραστική, καστανή Γερμανίδα. Η Μίλλερ στάλθηκε με ειδική αποστολή στην Ελλάδα από την Νέα Υόρκη όπου και διέμενε. Σκοπός της ήταν να αποκαλύψει τον πραγματικό ρόλο ενός μυστηριώδους ανθρώπου που έμενε στην Αθήνα, και είχε γίνει στην πραγματικότητα «πονοκέφαλος» στις γερμανικές υπηρεσίες.
Ο άντρας αυτός, Ρώσος στην καταγωγή, ήταν ο Νικαλάι Σεϊκίν και ήταν αρχηγός του παραρτήματος Αθηνών, μιας οργάνωσης που έφερε την επωνυμία «Νέο Ρωσικό Κόμμα». Τα μέλη της ήταν κυρίως Λευκορώσοι, ενώ η ίδια η οργάνωση ήταν αντιαξονική και φιλοαγγλική.
Η συνεργασία του Σεϊκίν με τον Άγγλο αρχικατάσκοπο Κρώφορντ, καθώς και η γενικότερη φιλοσυμμαχική του δράση, οδήγησαν τις υπηρεσίες του Γ΄ Ράιχ στη σκέψη ότι θα ήταν προς όφελός τους να τον στρατολογήσουν. Έτσι και έκαναν. Η αποστολή της Μίλλερ ήταν να τον προσεγγίσει, να κρίνει – χωρίς να γίνει αντιληπτή από τον Σεϊκίν – αν είναι άξιος εμπιστοσύνης, και σαν εναλλακτική κυνηγός ταλέντων, να τον συστήσει στις γερμανικές υπηρεσίες.
Τον γνώρισε «τυχαία», όταν εκείνος εργαζόταν σε κάποιο ναυτικό πρακτορείο του Πειραιά, και η ίδια ανέφερε στους ανωτέρους της, πως ο Ρώσος εργάτης, ήταν ένας πανέξυπνος νέος με συνείδηση ελαφρά, πρόθυμος για οποιαδήποτε εργασία αν πληρωνόταν καλά.
Τον πρώτο καιρό ο Σεϊκίν τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση προκειμένου να πεισθεί η κατασκοπία του Ράιχ για τις «καλές του προθέσεις». Η Μίλλερ έπαιξε και εκεί καθοριστικό ρόλο, εφόσον η ίδια ήταν υπεύθυνη για την εποπτεία του. Στην αρχή η βοήθειά του στις γερμανικές υπηρεσίες υπήρξε πολύτιμη, ωστόσο λίγο καιρό αργότερα αποδείχθηκε πως ο Σεϊκίν ήταν διπλός πράκτορας, που υπηρετούσε Γερμανούς και Ρώσους.
Χάρη στη δράση του, πριν ακόμη ο Χίτλερ επιτεθεί κατά της Ρωσίας, η ρωσική αντικατασκοπεία μπόρεσε να εξαρθρώσει σε λίγες μέρες όλα τα γερμανικά δίκτυα που δρούσαν στην Νότια Ρωσία. Το γεγονός αυτό απέδειξε πως η Λουίζα δεν κατάφερε τελικά να πετύχει στην αποστολή της.
Η Γερμανίδα κατάσκοπος, εκτός από την κύρια αποστολή της, εκτελούσε και άλλες, δευτερεύουσας σημασίας. Οι επιμέρους αυτές δραστηριότητές της στάθηκαν η αφορμή να μπει στο στόχαστρο του αστυνομικού Παξινού, ο οποίος, με το σχέδιό του, κατάφερε να την καταστήσει άχρηστη για τις γερμανικές υπηρεσίες.
Ένας αστυνομικός του Παξινού την πλησίασε, την «ερωτεύτηκε» και, με τον καιρό, κέρδισε την εμπιστοσύνη της, φέρνοντάς την με το μέρος του. Σύντομα ανέπτυξαν δεσμό,και Λουίζα έμοιαζε να παρεκκλίνει από τους αρχικούς της σκοπούς. Είναι προφανές πως αυτό δεν άρεσε στη γερμανική κατασκοπεία, η οποία δεν «συγχώρησε» στη Λουίζα τις ανθρώπινες αδυναμίες της.
Ο Έλληνας φίλος της μάταια την αναζητούσε στο διαμέρισμα της, καθώς ο δεσμός τους είχε ήδη αποκαλυφθεί στους ανωτέρους της. Εν ολίγοις, η Λουίζα είχε ήδη εξαφανιστεί. Ο Ζάιτς, κι αυτός Γερμανός κατάσκοπος στην Ελλάδα, ισχυρίστηκε πως η Μίλλερ υποχρεώθηκε να πάει στην Τουρκία, από όπου χάθηκαν τελικά τα ίχνη της, μια για πάντα.

Photo Credits: Περιοδικό “Ιστορία Εικονογραφημένη”, τεύχος 116, Μάρτιος 1978. Έκδοση: Πάπυρος Πρες.