Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 28 και 29 Αυγούστου, το παρελθόν συνδιαλέγεται με το παρόν σε ένα μουσικοθεατρικό-εικαστικό δρώμενο, με τίτλο «Μητέρα Αράχνη», σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού και σύλληψη-σκηνοθεσία του Γιώργου Γιανναράκου, όπου διερευνάται η πανάρχαια σχέση της Υφαντικής Τέχνης με τη λογοτεχνία και τη μουσική.
Στην καρδιά της παράστασης, η οποία παρουσιάζεται στο πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός», βρίσκονται δώδεκα σύγχρονα υφαντά έργα, επιλεγμένα από την Ίριδα Κρητικού, τα οποία θα λειτουργήσουν και ως ανεξάρτητη εικαστική έκθεση από τις 25 έως τις 31 Αυγούστου, επιλεγμένα κείμενα που διανύουν τρεις χιλιετίες και συνδέονται με το νήμα της υφαντικής τέχνης, παρουσιασμένα με την τεχνική του αναλογίου και αποδιδόμενα από τους Γιώργο Γιανναράκο και Κερασία Σαμαρά, καθώς και ζωντανή μουσική από τον Νίκο Κυριαζή, με δικές του συνθέσεις, παραδοσιακά και σύγχρονα τραγούδια που ερμηνεύονται από τους τρεις επί σκηνής συντελεστές.
Κερασία Σαμαρά και Γιώργος Γιανναράκος
Ο Γιώργος Γιανναράκος μιλώντας μας για τον τρόπο που όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης – μουσική, λόγος, υφαντά- συνδιαλέγονται μεταξύ τους κάνει λόγο για ένα ψηφιδωτό αποτελούμενο από ψηφίδες, η καθεμιά με τη δική της προσωπικότητα. Για τον ηθοποιό-σκηνοθέτη, ο ρόλος τους μέσα στο έργο δεν είναι ούτε περιγραφικός ούτε συνοδευτικός : «Υπάρχει συνεχής εναλλαγή, το ένα δεν εξηγεί το άλλο. Η λέξη «διάλογος» είναι καίρια. Αυτός είναι και ο στόχος. Άλλοτε η μουσική μπαίνει στα κείμενα, άλλοτε είναι ανεξάρτητη. Οι χαρακτήρες εναλλάσσονται. Χωρίς να υπάρχει υπόθεση, συνεχώς δημιουργείται η αίσθηση της θεατρικής δράσης. Και τα υφαντά είναι εκεί, ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Η Ίρις έχει επιλέξει έναν εξαιρετικό συνδυασμό έργων, που και αυτά δεν είναι επεξηγηματικά ή περιγραφικά. Είναι και αυτά αυθύπαρκτα. Και η μουσική το ίδιο».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ετερότητας, τα κείμενα που χρησιμοποιούνται στη «Μητέρα Αράχνη» και αναφέρονται στην ελληνική υφαντική τέχνη, ανά τους αιώνες, μέσα από το έπος, τη μυθολογία, το θέατρο, την λογοτεχνία, τους θρύλους και την ποίηση, περνώντας από τον Όμηρο και τον ιστό της Αράχνης στη δημοτική ποίηση και καταλήγοντας σε πιο σύγχρονες λογοτεχνικές δημιουργίες, όπως του Παλαμά, του Παπαντωνίου και του Παπαδιαμάντη. Χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει, όπως εξηγεί ο Γιώργος Γιανναράκος, ότι δεν υπάρχει αρμονία στην παράσταση: «Είναι πολύ σημαντικός ο τρόπος που θα αποδοθούν τα κείμενα και τα τραγούδια. Και αυτή η θεατρική απόδοσή τους οδηγεί σε μια ομοιογένεια. Παρά την ετερότητα, έχουμε καταφέρει να έχουμε αρμονία. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Το κοινό θα μας το πει με μεγαλύτερη ακρίβεια».
Έργο της Ειρήνης Γκόνου (Τσουβάλι, γάζα, καλάμι, φλοιό μπανανιάς, μελάνι)
Η ιδέα της παράστασης ήρθε στον Γιώργο Γιανναράκο καθώς, την περίοδο που ανακοινώθηκε το φετινό θέμα του «Όλη η Ελλάδα Ένας Πολιτισμός» παρουσίαζε μια έκθεση σύγχρονης υφαντικής μέσα από την εκπομπή του «Μπλε σαν Πορτοκάλι» στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ αλλά η αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση και την τέχνη του αργαλειού δεν είναι κάτι καινούριο: «Αργαλειό είχα πρωτοδεί την δεκαετία του 1980, σε διακοπές που έκανα – αν δεν κάνω λάθος – στην Τέλενδο, απέναντι από την Κάλυμνο. Ήταν ένα μέρος που τότε δεν είχε καμιά σχέση με τον τουρισμό παρά την ομορφιά του. Έκανα μια βόλτα στο χωριό που ήταν πολύ μικρό, γραφικό και ήσυχο. Περνώντας έξω από ένα σπίτι άκουσα έναν ιδιαίτερο ήχο, που δεν μου θύμιζε κάτι. Έριξα μια ματιά και είδα μέσα από ένα μεγάλο ανοιχτό παράθυρο μια γυναίκα να υφαίνει στο αργαλειό. Αργότερα ξαναείδα αργαλειό σε μουσεία και θεωρούσα ότι είναι κι αυτή μια τέχνη που κινδυνεύει να πεθάνει, μέχρι ένα καλοκαίρι, κάπου είκοσι χρόνια μετά, που είδα στη Λευκάδα τη φίλη μου την Ευαγγελία να υφαίνει. Χανόταν ώρες στον αργαλειό. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ακρίβεια που χρειαζόταν στις κινήσεις. Εικόνες που γράφουν στη μνήμη».
Τέχνες σαν την υφαντική είναι ζωντανές και πρέπει να παραμείνουν ζωντανές
Ένας λόγος, μάλιστα, που γεννήθηκε στο μυαλό του η «Μητέρα Αράχνη» είναι η πεποίθηση πως πρόκειται για μια τέχνη που δεν πρέπει να την αφήσουμε να πεθάνει: «Τέχνες σαν την υφαντική είναι ζωντανές και πρέπει να παραμείνουν ζωντανές» και κάτι τέτοιο αποδίδεται και μέσα από το σκηνοθετικό του όραμα: «Είναι η πρωταγωνίστριά μας. Αυτό βγαίνει από όλα τα κείμενα, από τη μουσική, από την έκθεση, από την έκφρασή μας. Και ο κόσμος να απολαύσει μια παράσταση με χρώματα, ήχους, λόγο. Και όλο αυτό να είναι τελικά θέατρο».
Ενώ η ηθοποιός Κερασία Σαμαρά, η οποία ερμηνεύει μαζί με τον Γιώργο Γιανναράκο κείμενα και τραγούδια της παράστασης, προσθέτει πως η ίδια η θεατρική διαδικασία μοιάζει πολύ με την τέχνη της υφαντικής: «Το σώμα, ο νους και η ψυχή συμμετέχουν ταυτόχρονα και διαρκώς σε μια τελετουργική διαδικασία, ώστε να δημιουργηθεί εκείνη τη στιγμή ένα καλλιτέχνημα… Ο μύθος λειτουργεί ως αφορμή και στις δύο περιπτώσεις. Ο καλλιτέχνης καλείται να τον αξιοποιήσει, χωρίς να τον προδώσει, αλλά, από την άλλη χωρίς να παραμείνει δέσμιός του. Και η μουσική, πάντα συντροφεύει και τις δύο τέχνες, αφού ο ρυθμός του σώματος ευνοεί τη γέννησή της. Κάπως έτσι συνδέομαι με τις γυναίκες εκείνες, που με τον απόηχο της εποχής τους μεγάλωσα κι εγώ η ίδια».
Ίρις Κρητικού
Από την πλευρά της, η αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης Ίρις Κρητικού, η οποία επιμελήθηκε και επέλεξε τα δώδεκα σύγχρονα υφαντά της παράστασης, δίνει τη δική της οπτική πάνω στο μέλλον της υφαντικής τέχνης: «Το τοπίο τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει πάρα πολύ. Διακρίνουμε όλοι ένα εξακολουθητικά ανανεούμενο ενδιαφέρον για τις εφαρμοσμένες τέχνες, είτε αυτό αναφέρεται στην υφαντική και την κεντητική, είτε στην κεραμική ή το κόσμημα. Το κοινό ανταποκρίνεται και ενδιαφέρεται. Συνεπώς δεν είναι πια τόσο δύσκολη η ανάδειξη αυτή όσο ήταν κάποτε».
Τα δώδεκα υφαντά που θα δούμε στη «Μητέρα Αράχνη» δημιουργήθηκαν από τους εικαστικούς Ειρήνη Γκόνου, Μαρία Γρηγορίου, Στάθη Κατσαρέλη, Ελένη Κρίκκη, Μαρία Κώτσου, Αναστάση Μαδαμόπουλο, Πανδώρα Μουρίκη, Γιάννη Παπαδόπουλο, Ισμήνη Σαμανίδου, Ερμιόνη Συρογιαννοπούλου, Ιωάννα Τερλίδου και Αργύρη Χατζημαλλή.
Η παράσταση και τα υφαντά έργα είναι ένα απολύτως κοινό σώμα
Για την ίδια την επιμελήτρια σημαντικό κριτήριο για την επιλογή των έργων, τα οποία και χαρακτηρίζει ως «ένα συναρπαστικό και ικανό δείγμα γραφής της σύγχρονης ελληνικής υφαντικής σκηνής», αποτέλεσε τόσο η πολύτιμη παρουσία τους όσο και η διαφορετικότητα των μέσων που ο καθένας εξ’ αυτών χρησιμοποιεί: «Τα δώδεκα υφαντά, φιλοτεχνήθηκαν από δώδεκα αντίστοιχα εκ των πλέον σημαντικών σύγχρονων εκπροσώπων της υφαντικής τέχνης στη χώρα μας, εικαστικούς που τιμούν τις ρίζες της, κατανοούν τη διαχρονική δυναμική της και εξερευνούν εδώ και δεκαετίες τις συναρπαστικές αισθητικές της ιδιότητες χρησιμοποιώντας παλαιά και νέα μέσα. Εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες έμπνευσης, επιστρατεύοντας τις σπουδές, την έρευνα, την εμπειρία των τεχνικών σε τόπους όπου αυτές εξακολουθούν να ασκούνται, την επιτόπια μελέτη σε αρχεία, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές αλλά και τη δική τους καταγωγική μνήμη, επιλέγοντας υφές, χρώματα και μοτίβα, φόρμες και σύμβολα, χρησιμοποιώντας μαλλί, βαμβάκι, μετάξι, λινάρι, άχυρο, σπάρτο, χαρτί, πλαστικό, ψηφιακό τύπωμα, ράκη υφάσματος ή άλλα ένθετα υλικά αλλά και πλέγμα μετάλλου, δουλεύοντας με διαφορετικές κλίμακες, διαφορετικές μεθόδους και διαφορετικούς αργαλειούς ή και τρέποντας σε γοργούς αργαλειούς τα ίδια τα χέρια τους, συντονίζοντας χέρια, ψυχή και νου, οι εικαστικοί δημιουργούν περίτεχνες και παλλόμενες οργανικές αυτοτέλειες που επιβεβαιώνουν τη θριαμβική διαχρονία και την εξακολουθητική έλξη και λάμψη της υφαντικής τέχνης».
Πως τοποθετούνται τα υφαντά στη σκηνή; Όπως εξηγεί η Ίρις Κρητικού, τα 12 υφαντά βρίσκονται στερεωμένα σε ανισομεγέθη χειροποίητα ξύλινα τελάρα που κατασκευασμένα με την σκηνική επιμέλεια της Εύας Μελά θυμίζουν νοητούς αργαλειούς: «Πρόκειται για μια πολυδιάστατη και ευέλικτη σκηνική συμμετοχική πράξη που συνομιλεί ιδανικά με τη σχεδιασμένη θεατρική αφήγηση του Γιώργου Γιανναράκου. Η παράσταση και τα υφαντά έργα είναι ένα απολύτως κοινό σώμα. Και αυτό αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια αληθινά ευτυχή στιγμή που οφείλεται σε όλη τη δημιουργική μας ομάδα εργασίας».
Για την Κερασία Σαμαρά αυτό που αποκαλούμε «Θηλυκή Δύναμη» και γύρω από αυτήν η ερμηνεύτρια στήνει την πολυδιάστατη παρουσία της επί σκηνής: «Θα ήθελα να θυμίζει η παρουσία μου τη Γυναίκα, σε όλες εμβληματικές πτυχές της υπόστασής της. Μέσα από τη λογοτεχνία και το τραγούδι, πρέπει να σκιαγραφείται η παρουσία της Μάνας, της Εργάτριας, της Ερωμένης, της Μάγισσας, της ίδιας της Χάρης. Η Αράχνη ήταν κατά τη μυθολογία μια αλαζονική κοπέλα, γεμάτη ομορφιά και σφρίγος, που τη θαύμαζαν όλοι για την Τέχνη της, τιμωρήθηκε όμως από τη θεά Αθηνά, χάνοντας την ομορφιά της και επιβιώνοντας ως ένα σύνολο από πολλά χέρια, που υφαίνουν τον ιστό από τον οποίο θα τραφεί και ο οποίος βγαίνει μέσα από την κοιλιά της…. Αυτές οι δυο μορφές, που συμπληρώνουν η μία την άλλη, η σοφή και αυστηρή θεά Αθηνά και η Αράχνη, σκέφτομαι ότι μπορεί να αποτελούν συμπληρωματικά η μία με την άλλη, την εικόνα της γυναικείας φύσης».