Βella Ciao#31: Ο καλλιτέχνης στο μεταίχμιο μεταξύ λογικής και τρέλας
Ένα αυγουστιάτικο βράδυ το Bella Ciao είδε σε ένα θερινό σινεμά την “Ώρα του λύκου” του ο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν…

Θερινός κινηματογράφος στην Αθήνα: και ενώ πας να παρακολουθήσεις ταινία, ξαφνικά αποκτάς τον ρόλο του κομπάρσου στην ταινία που εκτυλίσσεται στον περιβάλλοντα χώρο.
Εκεί, στον αέρα που μυρίζει κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες ανάμεικτα με μια εσάνς ποπ κορν από το απέναντι μπαλκόνι, η κυρία με το νυχτικό περιμένει τη στιγμή που θα σβήσει το φως και σβήνει. Ένα οργασμικό βουητό παρεμβαίνει στον ήχο της ταινίας.
Κι εσύ, μαζί με όλους τους άλλους, αδιάφορα προσπαθείς να μην παρασυρθείς από τη διακριτική ματιά του κυρίου που μισοκρυμμένος πίσω από την κουρτίνα, παρακολουθεί το ζευγάρι απέναντι να παίζει τη δική του ταινία σε ένα παράλληλο σύμπαν.

Αυτά τα ενσωματωμένα κομμάτια καθημερινότητας κάνουν την εμπειρία κάπως πιο «βρώμικη» και ρεαλιστική. Και έρχονται σε κόντρα με τις υπέροχες, σουρεαλιστικές εικόνες της ταινίας του Μπέργκμαν.
Όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα με την ανανεωμένη κόπια της Ώρας του Λύκου (Vargtimmen), ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1968. Ένα ψυχολογικό θρίλερ με πρωταγωνιστές τους Μαξ φον Σίντοφ (Max von Sydow) και Λιβ Ούλμαν (Liv Ullmann).
Η «Ώρα του Λύκου», κατά την οποία συμβαίνουν τα πιο σκοτεινά οράματα, είναι η ώρα ανάμεσα στη νύχτα και το ξημέρωμα, όταν σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν και γεννιούνται οι περισσότεροι εφιάλτες. Η «Ώρα του Λύκου» λειτουργεί μεταφορικά για την κρίσιμη στιγμή ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, στη λογική και την τρέλα.

Η Άλμα και ο Γιόχαν ζουν απομονωμένοι σε ένα απομακρυσμένο νησί, όταν σταδιακά ο Γιόχαν αρχίζει να βιώνει εφιαλτικές παραισθήσεις και να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα.
Ο Γιόχαν είναι ζωγράφος που φαίνεται να υποφέρει από ψυχικές διαταραχές.
Είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ που εξερευνά τη σύγκρουση μεταξύ τέχνης και παραφροσύνης, την απομόνωση, αλλά και τη δυσκολία που έχει η σχέση ενός καλλιτέχνη με τον/την σύντροφό του.
Ο Μπέργκμαν, επηρεασμένος από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, παίζει με τον ήχο, το φως και τη σκιά. Η ταινία ξεκινά με την Άλμα να κοιτά κατάματα την κάμερα, να απευθύνεται κατευθείαν στο θεατή και να μιλά για την εξαφάνιση του συζύγου της, Γιόχαν. Η Άλμα γίνεται «μάρτυρας» της παρακμής του Γιόχαν, αλλά και η εσωτερική φωνή της λογικής.
Ο Μπέργκμαν ξεκαθαρίζει πως αυτό που θα δούμε δεν είναι απαραίτητα πραγματικό, αλλά υποκειμενικό, η μνήμη, το τραύμα και η φαντασία συγχέονται.

Οι υπέροχες σκηνές με τους καλεσμένους, αυτοί οι χαρακτήρες που φαίνονται σχεδόν σαν καρικατούρες σε μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, προβάλλουν όλον τον αστικό εξωτερικό κόσμο.
Το ζευγάρι επισκέπτεται ένα κάστρο όπου κατοικούν εκκεντρικοί και τρομακτικοί άνθρωποι: το «αριστοκρατικό» ζευγάρι, ο γυμνός άνδρας, ο άνδρας με το ρολόι κ.ά. Το κάστρο είναι ένας λαβύρινθος, πραγματικός ή στο μυαλό του Γιόχαν, γεμάτος φόβους, ενοχές, καταπιεσμένες επιθυμίες. Μια έμμεση κριτική στον καλλιτέχνη ως ψυχιατρικό φαινόμενο, όχι ως άνθρωπο.
Από τις πιο αγαπημένες μου στιγμές στην ταινία: ο άντρας που περπατά στο ταβάνι.
Ό,τι πιο σουρεαλιστικό, ταυτίζομαι και νιώθω ότι το έχω δει στα όνειρά μου. Διαλύει τα όρια της πραγματικότητας και εκφράζει τη συντριβή της λογικής του Γιόχαν.
Η δύναμη της σκηνής που η γυναίκα αφαιρεί το πρόσωπό της: αυτού του είδους η αυτοκαταστροφή, η απώλεια της ταυτότητάς μας, αλλά ταυτόχρονα ένα σχόλιο που παραπέμπει στο θέατρο και το προσωπείο, στον ρόλο που υποδυόμαστε.
Ίσως να σηματοδοτεί την αποκάλυψη του εσωτερικού μας εαυτού.
Πώς να μπεις στο μυαλό του δημιουργού-καλλιτέχνη και να κατανοήσεις; Υποθέτουμε. Και κάποιες φορές ταυτιζόμαστε ως θεατές.
Ο Γιόχαν σκοτώνει κάποιον; Τι να πω… η σκηνή είναι τόσο σκοτεινή και αμφίσημη.
Μια παραίσθηση που πηγάζει από τη σύγκρουση του δημιουργικού εγώ και του καταστροφικού υποσυνείδητου; Λέω εγώ τώρα.
Πάει να μας τρελάνει ο Μπέργκμαν.
Ο τρόπος που ο σκηνοθέτης πραγματεύεται την προηγούμενη σχέση του Γιόχαν και πώς την τοποθετεί εμβόλιμα στο παρόν…

Ίσως η πικρία, το σκοτάδι του παρελθόντος, ο φόβος της επανάληψης της αποτυχίας, η τραυματική εμπειρία, κάνουν τη σχέση με την Άλμα δυσλειτουργική.
Δημιουργούν ένα φράγμα, μια δυσκολία στο να εμπιστευτεί ξανά.
Αυτός ο τραυματισμός τον κάνει αδύναμο να εμπιστευτεί το ευρύτερο ανθρώπινο είδος, ενισχύοντας το υπαρξιακό άγχος. Αποδέχεται ο Γιόχαν την απόλυτη μοναξιά και ταυτόχρονα την πλήρη αποδοχή του θανάτου του εαυτού του.
Η Άλμα, αντίθετα, επιστρέφει στην πραγματικότητα και στη δομημένη, συμβατική κοινωνία.
Και εδώ, με τον απόηχο του απέναντι οργασμού, ζει τη στιγμή μέσα στην πραγματικότητα.
Αναρωτιέμαι για την πτώση του δικού μου ψυχισμού και βάζω στο τραπέζι του κόσμου τα υπαρξιακά μου. Γελάω, επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Ταινία ήταν, λέω.
Και αγκαλιά με τους φίλους μου, συνεχίζουμε να βαδίζουμε, να ζούμε.