MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
05
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Δέκα Έλληνες δημιουργοί μοιράζονται αναμνήσεις με τον Μπομπ Γουίλσον

Η “ελληνική” πλευρά του Μπομπ Γουίλσον, όπως την αποκαλύπτουν δέκα διακεκριμένοι συνεργάτες του στο θέατρο και τα εικαστικά.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 05.08.2025 Φωτογραφία εξωφύλλου: Bronwen Sharp

Λογικά, τέτοιον καιρό όπως και κάθε καλοκαίρι το Watermill Center στη Νέα Υόρκη, το κέντρο τεχνών, εκπαίδευσης και πειραματισμού που ίδρυσε ο Μπομπ Γουίλσον το 1992 – μέσα στα ερείπια ενός παλιού εργοστασίου – σφύζει από ζωή. Αυτό το καλοκαίρι όμως, δέχεται την μεγαλύτερη σεισμική δόνηση στην ιστορία του. Bob Wilson has left the building. Φυσικά, ο θάνατος ενός από τους σπουδαιότερους θεατρικούς σκηνοθέτες, φωτιστές και εικαστικούς του 20ου και 21ου αιώνα, δεν αφορά μόνο στην κοιτίδα του, το Watermill αλλά ο,τιδήποτε άγγιξε στην δημιουργική πορεία των 57 χρόνων.

Και είναι αλήθεια πως τα τελευταία 40 χρόνια, η ζωή του και η πρωτοποριακή ματιά του συνδέθηκε δυναμικά με την ελληνική παραστατική και εικαστική τέχνη. Από το 1985 οπότε και έδωσε το παρών στις Διεθνείς Συναντήσεις Αρχαίου Δράματος στους Δελφούς (καλεσμένος του Θεόδωρου Τερζόπουλου) μέχρι τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» που σκηνοθέτησε το 2024 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δημιούργησε ένα ισχυρό δίκτυο ανθρώπων και συνεργατών γύρω του, ικανό για να τον κάνει να επιστρέφει ξανά και ξανά στη χώρα: Δεκάδες ηθοποιοί, σκηνοθέτες, χορευτές, λυρικοί τραγουδιστές, εικαστικοί, γκαλερίστες, παραγωγοί, καλλιτεχνικοί διευθυντές κορυφαίων θεσμών.

Ανάμεσα τους δέκα δημιουργοί – Μαρίνα Ηλιάδη, Jean Bernier, Λυδία Κονιόρδου, Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Θοδωρής Οικονόμου, Τάσης Χριστογιοαννόπουλος, Νατάσσα Τριανταφύλλη, Λουκία Μιχαλοπούλου, Μιχάλης Θεοφάνους, Λένα Παπαληγούρα – ανατρέχουν στην εμπειρία της συνεργασίας τους με τον Μπομπ Γουίλσον και να βεβαιώσουν πως καμιά και κανείς δεν ήταν ίδιοι μετά από αυτήν.

 

Μαρίνα Ηλιάδη & Jean Bernier, ιδρυτές της γκαλερί Bernier/Eliades: «To στήσιμο των εκθέσεων του ήταν κάθε φορά μια καινούργια έκπληξη»

Η Μαρίνα Ηλιάδη και ο Jean Bernier με τον Μπομπ Γουίλσον. Στο δεύτερο στιγμιότυπο, ο Μπομπ Γουίλσον επιμελείται την έκθεση του στην γκαλερί Eliades/Bernier.

Με τον Jean Bernier γνωρίσαμε τον Ρόμπερτ Γουίλσον το 1975. Ζούσε τότε στο Παρίσι, όπου δούλευε τις παραγωγές του. Ο Jean τον γνώρισε νωρίτερα γιατί έμενε τότε στο  Παρίσι. Δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ μας και έτσι η πρώτη μας συνεργασία άρχισε το 2001. Είχαμε, μόλις, ανοίξει την Γκαλερί στο Θησείο, αφήνοντας το Κολωνάκι μετά από 24 χρόνια.
Δείξαμε τη δουλειά του αρκετές φορές. Η τελευταία έκθεση έγινε το 2023.
To στήσιμο των εκθέσεων του ήτανε κάθε φορά μια καινούργια έκπληξη. Ένα μάθημα με καινούργιες  εμπειρίες και γνώσεις. Δάσκαλος και άνθρωπος, συγχρόνως.

Η Γαλλία  εκείνα τα χρόνια στην  δεκαετία του ‘70 τον στήριξε πάρα πολύ. Κατάλαβε ότι ο Γουίλσον ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα στον κόσμο του θεάτρου με καινούργιες ιδέες και ένα όραμα που θα άλλαζε την προσέγγιση στο θέατρο και την τέχνη. Δημιούργησε μια δική του φιλοσοφία στην χρήση του φωτός σε όλα του τα έργα εικαστικά και θεατρικά.

Η εμπειρία υπήρξε μοναδική σε όλα τα επίπεδα. Ο Γουίλσον μας έμαθε πολλά. Την σιωπή, την τελειότητα και την υπομονή. Τον ακολουθήσαμε  σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις και ταξιδέψαμε μαζί του στον υπέροχο κόσμο του.
Άγγιξε με το έργο του το μυαλό και τις καρδιές των ανθρώπων κι τις δικές μας. Ο κόσμος του θεάτρου και της Τέχνης έχασε ένα μοναδικό άνθρωπο. Και ένα σπουδαίο καλλιτέχνη. Το κενό είναι μεγάλο και δυσαναπλήρωτο.

Το έργο του, όμως, θα μείνει ζωντανό για πολλά χρόνια. Η μεγάλη του αγάπη ήταν το Watermill, όπου κάθε καλοκαίρι προσκαλούσε νέους καλλιτέχνες να δουλέψουν κοντά του σε ένα μοναδικό χώρο. Ένα καλοκαίρι  πήγα στο Watermill και έζησα από κοντά τον δάσκαλο Ρόμπερτ Γουίλσον μαζί με όλα τα νέα παιδιά που φιλοξενούσε από όλα τα μέρη του κόσμου. Ήταν υπέροχα!
Ο Μπομπ δεν ξεχνιέται. Άφησε μια μεγάλη σφραγίδα και στον Jean και σε μένα. Θα μας λείψει πάρα πολύ.

Μιχάλης Θεοφάνους, χορευτής – χορογράφος: «Ο κρίκος που τον συνέδεε με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον δημιουργικό κόσμο που άφησε πίσω του, ήταν η αγάπη»

Αριστερά σε σκηνή από το “Adam’s Passion”. Dεξιά σε στιγμιότυπο από τα workshops στο Watermill, υπό την επίβλεψη Γουίλσον. @Kristian Kruuser/Kaupo Kikkas

Ήξερα τι σημαίνει πειθαρχία – είχα ήδη δουλέψει με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για χρόνια – αλλά όταν με κάλεσε ο Μπομπ Γουίλσον ένιωσα σοκ και δέος. Παρόλα αυτά, είπα στον εαυτό μου «δεν με νοιάζει, πάμε». Η πρώτη μας γνωριμία ήταν το 2013 στο πλαίσιο της περιοδείας της «Πρώτης ύλης» του Δημήτρη Παπαϊωάννου και στη συνέχεια συμμετείχα σε εργαστήρια στο Watemill. Έτσι προέκυψε η πρώτη συνεργασία μας στο 2015 για το «Adam’s passion». Μεσολάβησαν πολλά εργαστήρια και νέες επισκέψεις στο Watermill ενώ το 2019 ήρθε ο «Οιδίπους» που ανέβηκε και στην Επίδαυρο.

Δεν το κρύβω· στην αρχή δυσκολεύτηκα να βρω τον εαυτό μου μέσα στη στρατιωτική φόρμουλα των προβών του. Τα έργα του ήταν ήδη έτοιμα, ίσως και χρόνια πριν, η περίοδος των προβών ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, δεν προηγούνταν ένας δημιουργικός διάλογος και απλώς όφειλες να εκτελέσεις αυτό που σου ζητούσε – γιατί ήξερε ακριβώς τι χρειάζεται από σένα.

Θυμάμαι τις ώρες ακινησίας σε σημείο που μούδιαζε ολόκληρο το σώμα μου ή τις πολύωρες πρόβες και δοκιμές στους φωτισμούς. Δουλεύαμε και επικρατούσε μια ανατριχιαστική σιγή, τον παρακολουθούσα να σκέφτεται με κλειστά μάτια, αλλά πάντα μ’ ένα μικρόφωνο στο χέρι. Στην πορεία, συνειδητοποίησα πως όλη αυτή η δοκιμασία μου προσέφερε προσωπικό χρόνο για διαλογισμό, την ανακούφιση πως μπορώ να υπάρξω στη σιωπή και την αδράνεια· γιατί πάντα έλεγε πως «η σιωπή είναι μέρος της μουσικής και η ακινησία μέρος της κίνησης». Έπρεπε να βρω τον εαυτό μου, να έρθω σε μια συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση για να εκτελέσω αυτό που μου ζητούσε. Κι έπειτα διαπίστωσα πως όλο αυτό ήταν μια διαδικασία για να σε αναδείξει: μετά από πολύωρες πρόβες, όπου όλοι ήμασταν απίστευτα κουρασμένοι, τον άκουγα να ζητά από την makeup artist του να τελειοποιήσει μια ακόμα γραμμή στο πρόσωπο μου.

Κοντά του έμαθα τι σημαίνει υπομονή, πειθαρχία, επαγγελματισμός, πως δεν υπάρχει το «δεν μπορώ, δεν γίνεται». Τι σημαίνει δεν έχω κινητό στην πρόβα, γιατί πρέπει να μείνω μέσα σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς κάτι να μου αποσπάσει την προσοχή.΄Οσο δύσκολο ήταν να δουλεύεις μαζί του, άλλο τόσο ήταν όμορφο. Γιατί ήταν έτσι και ως άνθρωπος.

Ο Μπομπ Γουίλσον ήταν αυστηρός, αλλά όχι με αυστηρό τρόπο. Δεν θεωρούσε κανέναν δεδομένο. Αισθάνομαι πως είχε την ανάγκη να αγαπάει τους ανθρώπους και να παίρνει αγάπη από αυτούς χωρίς να τη ζητάει. Πιστεύω πως ο κρίκος που τον συνέδεε με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον δημιουργικό κόσμο που άφησε πίσω του, ήταν η αγάπη. Χωρίς να υπάρχει τίποτα μελό και τίποτα ρομαντικό σε όλο αυτό. Αυτό το κατάλαβα καλύτερα στη διάρκεια των workshops ή στα δείπνα στο Watermill. Εκεί όπου, χαλαρός, έπινε ένα ποτήρι κρασί και σε ρωτούσε αν σου αρέσει το φαγητό σου. Ενώ στο ίδιο τραπέζι, δίπλα μας, μπορεί να καθόταν ο Τζιμ Τζάρμους παίζοντας κιθάρα.

Συναντηθήκαμε τελευταία φορά όταν ήρθε στην Αθήνα για τις «Τρεις ψηλές γυναίκες». Είπαμε πως θα τα πούμε στο Watermill. Δυστυχώς, δεν προλάβαμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΜιχάλης Θεοφάνους: Δεν χρησιμοποίησα ποτέ «σαν χαρτί» τις διεθνείς συνεργασίες μου12.09.2018

Μαριάννα Καβαλλιεράτου: «Είχε την ευφυΐα να διαβάζει την κατάσταση σου, ενώ σε έβλεπε να δουλεύεις. Ακόμα κι αν σου πρότεινε να πάτε στον κήπο για να ποτίσετε τα φυτά, έβλεπε πως είσαι μέσα σου».

Στα αριστερά, η Μαριάννα Καβαλλιεράτου μοιράζεται τη σκηνή με τον Μπομπ Γουίλσον στην παράσταση της “Γλυκιάς Γυναίκας” που έκανε πρεμιέρα το 1994 στο Παρίσι. Στα δεξιά, στιγμιότυπο από τις πρόβες της “Περσεφόνης” που έκανε πρεμιέρα στους Δελφούς το 1995.

Μόλις είχα αποφοιτήσει από τη σχολή της Μάρθα Γκράχαμ στη Νέα Υόρκη και ψάχνοντας καλοκαιρινή δουλειά έστειλα το βιογραφικό μου στο Watermill. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι όπου εκεί οργανώνονταν εργαστήρια, ακόμα δεν είχε ούτε νερό, ούτε ρεύμα. Κι εγώ δεν είχα ιδέα που πήγαινα και ποιος είναι ο Μπομπ Γουίλσον. Προερχόμενη από μια οικογένεια εικαστικών μου ήταν γνώριμη η φροντίδα και η προσοχή προς αυτή τη γλώσσα, αλλά η συνεργασία μαζί του ανέτρεψε ό,τι ήξερα για το καθετί, ακόμα και για το χορό. Τον θυμάμαι να λέει πως «όλα είναι πολύ εξωτερικά, επιφανειακά» και στην πραγματικότητα δεν εξηγούσε τίποτα, έλεγε δύο κουβέντες, χωρίς manual και έπρεπε να βρεις εσύ τον τρόπο να τις αποκωδικοποιήσεις.

Ήμουν, τότε, 22 χρονών και θα έλεγα πως ξεκινούσε η εποχή της προσωπικής μου αναδόμησης. Κοντά του διένυσα χιλιόμετρα περπατώντας αργά, είδα αμέτρητες φορές το ίδιο βίντεο με τη Μάρλεν Ντίτριχ, έμεινα ώρες ακίνητη προσπαθώντας να μην πέσω, να μην τρέμω ή να μην λιποθυμήσω, υπήρξαν πολλές νύχτες που μας ξυπνούσε με ένα φακό για να δουλέψουμε. Χρειάστηκε να βάλω μπροστά το ένστικτο και την διαίσθηση μου για να τον καταλάβω, αφού όλα γίνονταν μέσα σε μια σιωπή και μέσα από βλέμματα. Ίσως, στα μάτια κάποιου εξωτερικού παρατηρητή όλα όσα συνέβαιναν στο Watermill να έμοιαζαν με τρέλα· κι όμως ήταν κάτι μαγικό και καθόλου βασανιστικό.

Από το 1992 έως το 2024, ζούσα τα περισσότερα καλοκαίρια μου στο Watermill· τα πρώτα 18 χρόνια ως χορεύτρια και performer, από το 2010-2017 ως χορογράφος και συνεργάτης επιμέλειας εργαστηρίων κίνησης και χορού, για να ξαναγυρίσω εκεί το 2023 και το 2024.

Κι έτσι πριν την πρώτη του μεγάλη σκηνοθεσία στην Ελλάδα, το 1995 στους Δελφούς με την «Περσεφόνη», όπου και συμμετείχα, είχα πολλές εμπειρίες κοντά του. Θυμάμαι, το 1994 στο Παρίσι, όταν ανέβαζε την «Γλυκιά Γυναίκα», τη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι όπου έπαιζε και ο ίδιος. Τότε, χρειάστηκε να ‘ανέβω’ ένα πολύ ψηλό βουνό. Κάθε βράδυ έκλαιγα στο ξενοδοχείο – γιατί αν έκλαιγες μπροστά του θα σήμαινε το τέλος σου. Φυσικά, ήξερε ότι σε είχε κάνει να λυγίσεις. Του πήρε, εξάλλου, πολλά χρόνια να μου πει ένα καλό λόγο, ίσως ήταν πιο σκληρός με τις γυναίκες. Κάποια στιγμή, κατά την περιοδεία της «Περσεφόνης», στην παράσταση της Κωνσταντινούπολης, σε μια συγκεκριμένη σκηνή όπου έπρεπε να αγγίξω ανεπαίσθητα μια καρέκλα και να τη ρίξω κάτω, έγινε κάτι αναπάντεχο: η καρέκλα κουνήθηκε, αλλά πριν πέσει ισορρόπησε κάπως. Στο τέλος της παράστασης μου είπε, «ήσουν υπέροχη απόψε».

Με τον Μπομπ Γουίλσον δεν μπορούσες να συνδεθείς με άλλον τρόπο, παρά μόνο μέσω της δουλειάς. Ίσως γιατί δεν είχε προσωπική ζωή· ακόμα και το γραφείο του ήταν στημένο ως σκηνικό. Είχε, όμως, την ευφυΐα να διαβάζει την κατάσταση σου, ενώ σε έβλεπε να δουλεύεις. Ακόμα κι αν σου πρότεινε να πάτε στον κήπο για να ποτίσετε τα φυτά, έβλεπε πως είσαι μέσα σου. Τα τελευταία χρόνια στο Watermill, σε κάθε ρεπό, καθόμασταν οι δυο μας σε ένα τεράστιο τραπέζι και ήταν από τις ελάχιστες φορές μέσα σε τρεις δεκαετίες που μου είπε «να περάσουμε χρόνο μαζί». Πιστεύω πως ήταν βαθιά συναισθηματικός, απλώς το εξέφραζε με δωρικό τρόπο.

Μετά από 10 σκηνοθεσίες του όπου συμμετείχα ως περφόρμερ και τις δύο που επιμελήθηκα χορογραφικά («Η κυρά της θάλασσας» και οι «Τρεις ψηλές γυναίκες»), αναγνωρίζω πως το στίγμα του στη δουλειά μου είναι πολύ ισχυρό. Στο πρώτο ντουέτο που χορογράφησα κάποιος μου είπε «μοιάζει με Μπομπ σε γρήγορη κίνηση». Έκτοτε, εμπιστεύτηκα την επιρροή που ασκούσε πάνω μου – κυρίως στο πως να διαχειρίζομαι την πρόβα κι όχι τους ανθρώπους. Αλλά και στη ζωή μου, έχω αφομοιώσει, ίσως και ασυνείδητα πολλά πράγματα, στον τρόπο σκέψης, κατεύθυνσης, στη σχέση με το χώρο και το χρόνο μέχρι και στο πως έχω τοποθετήσει τις καρέκλες στο σπίτι, τα πιάτα και τα ποτήρια στην κουζίνα!

Τολμώ να πω ότι κι εγώ του δίδαξα πράγματα. Όταν το 2015 άρχισα να διδάσκω στο Watermill και έβλεπε την έντονη αντίδραση των συμμετεχόντων στα μαθήματα μου, ταρακουνήθηκε αφού σε όλα τα δικά του εργαστήρια επικρατούσε ησυχία. Ήταν τότε που μου είπε «μπορούσα να δω τα χρώματα». Πέραν όμως, από κάθε προσωπική απόχρωση ή εμπειρία, ο Μπομπ Γουίλσον άλλαξε τον κόσμο με την Τέχνη του. Και πολύ λίγοι άνθρωποι το έχουν καταφέρει αυτό.

Λυδία Κονιόρδου, ηθοποιός – σκηνοθέτης: «Πάντα, όταν δούλευα με τον Γουίλσον αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε μια καλλιτεχνική όαση»

Σε σκηνή από τον “Οιδίποδα” όπως ανέβηκε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το 2019 @Εύη Φυλακτού

Είναι σχεδόν αδύνατο να χωρέσει σε ένα σημείωμα η μοναδική εμπειρία να γνωρίσεις και να είσαι κάτω από την καθοδήγηση μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας, όπως είναι και θα είναι πάντα, ο Ρόμπερτ Γουίλσον, για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε ως Μπομπ!

Στη διάρκεια των προβών για την «Οδύσσεια», από τις πρώτες ημέρες φορούσα κοστούμι, βάψιμο, περούκα (καθώς ο Γουίλσον ζητούσε την μεγαλύτερη δυνατή προσομοίωση στα πάντα) και έτρεχα στις τελευταίες σειρές της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού για να παρακολουθήσω τον τρόπο δουλειάς του: από τις διορθώσεις του στους άλλους ηθοποιούς κατάλαβα αρκετά νωρίς τον κώδικα που πρότεινε. Ο ίδιος, πολύ γενναιόδωρα, εξηγούσε και έδειχνε τα πάντα, ακούραστα, ανεβαίνοντας ο ίδιος στη σκηνή. Εκεί, στη σκοτεινή αίθουσα άρχισε σταδιακά να δημιουργείται μια επαφή με τον Μπομπ, τα λόγια λίγα και τα περισσότερα να εννοούνται.

Επίσης, κατάλαβα ότι στον καλλιτεχνικό του κώδικα οι ηθοποιοί, όπως και τα φωτά, το σκηνικό, ο λόγος, η μουσική, τα σκηνικά αντικείμενα ήταν στα χέρια του σαν χρώματα σε μια παλέτα που τα χρησιμοποιούσε με μια απίστευτη ελευθερία, τόλμη και – αντίθετα από ότι συχνά πίστευαν πολλοί – έπαιρνε από τον κάθε συνεργάτη.

Πέραν από ένα γενικό σχέδιο, το έργο στηνόταν εκείνη τη στιγμή, μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου. Στους ηθοποιούς που κατανοούσαν όσα ήθελε, έδινε ελευθερία στη σκηνή. Την επομένη, γινόταν μια επανάληψη και μετά πήγαινε στην επόμενη σκηνή για να την ολοκληρώσει. Αυτή η διαδικασία σε έκανε τρομερά υπεύθυνο/η να διατηρήσεις τη μνήμη σου και να εκπαιδεύσεις τον εαυτό του για το ζητούμενο σε κάθε σκηνή.

Πάντα, όταν δούλευα με τον Γουίλσον αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε μια καλλιτεχνική όαση. Μας απασχολούσε μόνο το χτίσιμο της παράστασης κι ο καθένας ένιωθε ότι συνέβαλε με το δικό του τρόπο.

Μια μεγάλη εμπειρία ήταν ο χρόνος που έπρεπε να είσαι ακίνητη πάνω στη σκηνή για να ολοκληρώσει τους φωτισμούς. Για μένα, ήταν ένα μεγάλο μάθημα: άρχισα να εξασκώ την κίνηση στην ακινησία – όπως το αποκαλούσε ο Κάρολος Κουν – στο περίγραμμα του σώματος μου αλλά κυρίως στον κάθετο άξονα, όπου βυθιζόμουν από έναν πόλο στο καυτό μάγμα του κέντρου της γης και στο γαλάζιο σύμπαν από τον άλλο πόλο. Θα μπορούσα να κάθομαι ώρες ακίνητη.

Νομίζω ότι αυτό που με βοήθησε να κατανοήσω τον κόσμο του ήταν η εμπειρία μου δίπλα στον Κουν, που δούλευε πολύ με τη φόρμα και η δουλειά του ηθοποιού ήταν να τη γεμίσει. Το ίδιο ζητούσε και ο Γουίλσον. Ποτέ δεν σου έλεγε τι να παίξεις. Αυτός σου έδινε μόνο το σχήμα, τον ήχο και τη δράση για να τα κάνεις δικά σου.

Αυτό που είναι εκπληκτικό στον Γουίλσον είναι ότι, ενώ άλλαξε τελείως αυτό που γνωρίζαμε ως παραστατικές τέχνες και ως όπερα, στηριζόταν πάντα – όπως έλεγε ο ίδιος – σε μια κλασική δομή. Γι’ αυτό το έργο του, ενώ είναι τόσο σύγχρονο, είναι συνάμα διαχρονικό και τελικά κλασικό.

Στις παραστάσεις δεν έφευγα από τη σκηνή· παρακολουθούσα την παράσταση από τα παρασκήνια. Εκεί έζησα την ασύλληπτη εμπειρία να βιώνω την τέλεια αρμονία των πάντων: ήταν ένας μικρόκοσμος που κινούνταν όπως οι πλανήτες στο σύμπαν. Εκεί ένιωσα ότι η πλήρης ένταξη στο χρόνο δημιουργούσε τη συνθήκη της υπέρβασης του. Δεν υπήρχε πια ο χρόνος ως περιορισμός.

Σε σκηνή της “Οδύσσειας” στο Εθνικό Θέατρο.

Εκτός από την «Οδύσσεια» και τις δύο επαναλήψεις στο Piccolo Teatro με κάλεσε να συμμετέχω σε άλλες τρεις παραγωγές: στο «Radio Drama Babel» στην Φρανκφούρτη, στην αφιερωματική παράσταση για το Μαρτίνο Λούθηρo «Dancing with the Gods» στο Βερολίνο (όπου μου ζήτησε να πω στα αρχαία ελληνικά αποσπάσματα από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και το λατινικό κείμενο του Βατικανού που αφόριζε το Λούθηρο). Και τέλος, μαζί με την Άνγκελα Βίνκλερ, στον «Οιδίποδα» στην Επίδαυρο.

Θαύμαζα στις συνθέσεις του Μπομπ την ελευθερία μικρού παιδιού με την οποία τις έφτιαχνε. Δεν ενδιαφερόταν για το στιλ, τη γλώσσα, την εποχή, τον πολιτισμό απ’ όπου δανείζεται κάτι. Το έκανε με γνώση, ένστικτο αλλά και με μια απίστευτη τόλμη αδιαφορώντας για όλα τα στερεότυπα.

Η αίσθηση που έχω σήμερα – φαντάζομαι και όλοι που τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε – μοιάζει με ορφάνια. Χάσαμε το φάρο μας στην Τέχνη, την πυξίδα μας. Ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον καθένα. Μόνο ευγνωμοσύνη! Αγάπη! Καλό ταξίδι, Μπομπ!

Λουκία Μιχαλοπούλου, ηθοποιός: «Ο τρόπος που δημιουργούσε – ενώ ήταν λάτρης της ακριβείας – ήταν τόσο παρορμητικός και ελεύθερος, θαρρείς και ήταν τρόπος μικρού παιδιού»

Η Λουκία Μιχαλοπούλου στην υπόκλιση: Μαζί με τους Ρένη Πιττακή, Μπομπ Γουίλσον, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Αλέξη Φουσέκη. @Θωμάς Δασκαλάκης

Είχα την τιμή να είμαι η επιλογή του για τον ρόλο της “Γ” στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ ΄Αλμπι δίπλα στις μοναδικές  Ρένη Πιττακή, Καρυοφυλλιά  Καραμπέτη καθώς και με τον χορευτή  Αλέξη Φουσέκη. Η παράσταση  παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά  και στη συνέχεια στο θέατρο  Ολύμπια, σε παραγωγή του Φάνη Συναδινού.

«Να βλέπεις με τα αυτιά και ν’ ακούς με τα μάτια», ήταν από τις πρώτες μου σημειώσεις. Η πρόβα ήταν μια συνεχόμενη εξερεύνηση σε όλα τα είδη της τέχνης, την ίδια στιγμή. Ήταν ασύλληπτο, πολύ απαιτητικό,  αλλά ταυτόχρονα  τρομακτικά  εμπνευστικό. Ο τρόπος, όμως, που δημιουργούσε – ενώ ήταν  λάτρης της ακριβείας – ήταν τόσο παρορμητικός και ελεύθερος, θαρρείς και ήταν τρόπος μικρού παιδιού· με πάθος και λαχτάρα εξερευνούσε από το μηδέν  τα πάντα για να επιστρέψει σε ό,τι αγαπάει. «Have fun» . Αυτή ήταν μια πολύ συχνή ευχή του, πριν από τις παραστάσεις. Και πράγματι, μετά από μια τόσο σκληρή δουλειά, όταν έχει καταφέρει να φτιάξει ένα συγκλονιστικό πλαίσιο και εσύ, σαν ηθοποιός μπορείς με ησυχία να το διασκεδάσεις.

Η κίνηση στην ακινησία, η ακινησία της κίνησης, ο ήχος της σιωπής και η σιωπή στον ήχο. Οι αντιθέσεις  και η εξάσκηση όλων των αισθήσεων, η ελευθερία  που ανακαλύπτεις  στα όρια μιας φόρμας, αλλά πάνω απ’ όλα η αγάπη για την τέχνη του· η αγάπη και η πίστη  στο όραμα του και στους συνεργάτες του. Ο Μπομπ Γουίλσον είναι αναντικατάστατος. Θα κρατάω τα πάντα σαν φυλαχτό… «Thank you ,thank you,thank you!!!».

Ελένη Μουσταίρα, συνιδρύτρια της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας: «Καλλιτέχνης με μια ιδιαίτερη ευγένεια και ευγνωμοσύνη για τους συνεργάτες του»

Ο Μπομπ Γουίλσον σε σκηνή από τη “Μαγνητοταινία του Κραπ”, σε παραγωγή της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας. @Leslie Spinks

Η συνεργασία μας μετρά πολλά χρόνια με  παρουσίαση το 1999 στην Αθήνα την συμπαραγωγή μας  «Monsters of Grace», μία τρισδιάστατη όπερα στην Πειραιώς, στο κτίριο της Ειρήνης Παπά: ένα project σε συνεργασία με τον Φίλιπ Γκλας και το Philip Glass Ensemble όπου οι τρισδιάστατες εικόνες είχαν σχεδιαστεί από τον Ρόμπερτ Ουίλσον.

Η συνεργασία συνεχίστηκε με την «Κυρά της Θάλασσας» με την Νομινίκ Σαντά, σε κοστούμια Τζόρτζιο Αρμάνι. Μια παραγωγή, που δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να φέρουμε στην Αθήνα. Σταθμός στην κοινή μας πορεία ήταν η παγκόσμια πρεμιέρα της συμπαραγωγής μας «In the Blink of the Eye», μια εικονογράφηση της μυστικιστικής ποίησης του Τζελαλαντίν Ρουμί, με τους περιστρεφόμενους Δερβίσηδες από την Κωνσταντινούπολη, τους επιβλητικούς καθρέπτες και τη ζωντανή μουσική από το γκρουπ του Κουτσί Εργκουνέρ.

Με πιο πρόσφατο το «Letter to a man», ένα ημερολόγιο του Νιζίνσκι με πρωταγωνιστή το Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ.  Τώρα ετοιμάζουμε σε συμπαραγωγή το τελευταίο του project, το οποίο και σχεδίαζε μέχρι την τελευταία στιγμή.

Η συνεργασία μαζί του ήταν διαφωτιστική, με χιούμορ και πάντα επιφύλασσε πολλά σχέδια για το μέλλον. Καλλιτέχνης  με μια ιδιαίτερη ευγένεια και ευγνωμοσύνη για τους συνεργάτες του.

Θοδωρής Οικονόμου, συνθέτης: «Αν αυτός ο κόσμος αλλάξει κάποτε, σίγουρα ο Μπομπ Γουίλσον θα έχει βάλει ένα λιθαράκι»

Στην υπόκλιση της “Οδύσσειας”, καθώς ο Μπομπ Γουίλσον του κρατάει το χέρι.

Με τον Μπομπ Γουίλσον συνεργάστηκα πρώτη φορά στην «Οδύσσεια» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 2012. Είχαμε ξεκινήσει ένα κύκλο προβών ένα χρόνο νωρίτερα και  πριν την πρεμιέρα κάναμε 33 πρόβες. Κάθε πρόβα, διαρκούσε 14 ώρες.

Είναι 14 Οκτωβρίου, Κυριακή, βρισκόμαστε περίπου στην μέση των προβών, και ο Ρωμανός (ο γιος μας) αποφασίζει να έρθει στον κόσμο. Πριν πάμε στο μαιευτήριο, ηχογραφώ βιαστικά, εντελώς πρόχειρα στο πιάνο  μου, το μουσικό  θέμα της σκηνής όπου θα δουλεύαμε εκείνη την ημέρα στην πρόβα και το στέλνω στην βοηθό του.
Όλα πήγαν καλά με το παιδί και επιστρέφω την Τρίτη όπου πια κάθομαι στο πιάνο του θεάτρου και μαζί με τους ηθοποιούς ‘περνάμε’ τη σκηνή 12Α την οποία είχε στήσει με την ηχογράφηση που είχα στείλει δύο μέρες πριν.

Μπαίνει ο Μπομπ, σταματάμε και περιμένουμε τις οδηγίες του – όπως κάναμε πάντα.
Με χαιρετάει και μου προτείνει να κρατήσουμε για την σκηνή αυτή την πρώτη, βιαστική ηχογράφηση.   «Μα, είναι πρόχειρη… τι εννοείτε;», του απαντώ. «Δεν καταλαβαίνω, αφού θα παίζω ζωντανά στις παραστάσεις…» «…γιατί να παίζει μόνο σε αυτή τη σκηνή κάτι ηχογραφημένο και μάλιστα όχι σωστά γραμμένο;», συνεχίζω να ρωτώ με τρομερή απορία… «Μα αυτό ακριβώς είναι που θέλω», αποκρίνεται. «Θέλω αυτήν την ηχογράφηση από την ημέρα που γεννήθηκε αυτό το μωρό· θα είναι τέλειο ν’ ακούγεται σε κάθε παράσταση. Τι πιο ωραίο και τι πιο όμορφο για όλους!».

Το κρατήσαμε βέβαια. Αυτός ο τελειομανής δημιουργός πέτυχε πάλι, με τον μοναδικό του τρόπο, το τέλειο. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος που τα μάτια  του παρατηρούν την όποια ατέλεια υπάρχει στο κάδρο του και δεν συνεχίζει την πρόβα μέχρι να διορθωθεί. Πάλι εμπιστεύτηκε το ένστικτο του, έδεσε την ομάδα, και πάλι τα κατάφερε. Με αυτό το παιδικό, τόσο ιδιαίτερο και ώριμο βλέμμα, με αυτήν την σιγουριά και την αγωνία, ταυτόχρονα.
Αυτός που δεν φοβάται να ζητήσει «συγνώμη» από όλους όταν κάτι δεν του βγαίνει, που τα σβήνει όλα και ξανά αρχίζει από την αρχή.

Δουλέψαμε πάλι μαζί το 2024 στις «Τρεις ψηλές γυναίκες». Και πάλι κατάφερε να κάνει μια συγκλονιστική παράσταση. Με την ίδια όρεξη. Θυμάμαι τα μάτια του να λάμπουν,  μαζί και τα δικά μας.  Γιατί αυτό έκανε. Σε έκανε να λάμπεις κι εσύ.
Αν αυτός ο κόσμος αλλάξει κάποτε, σίγουρα ο Μπομπ Γουίλσον θα έχει βάλει ένα λιθαράκι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣυν & Πλην: «Τρεις ψηλές γυναίκες» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά12.09.2018

Λένα Παπαληγούρα, ηθοποιός: «Μάς υπενθύμιζε συνέχεια να διασκεδάζουμε. Πώς να διασκεδάσει κανείς μέσα στην απόλυτη φόρμα; Κι όμως, μπορεί!»

Κατά την τελευταία έκθεση του Μπομπ Γουίλσον στην γκαλερί Eliades/Bernier. Στο στιγμιότυπο και η Μαριάννα Καβαλλιεράτου.

Δύο χρόνια προτού γίνει η «Οδύσσεια» στο Εθνικό Θέατρο, μας κάλεσαν για ακρόαση με τον Μπομπ Ουίλσον. Μου τηλεφώνησαν τελευταία στιγμή, κάπως από σπόντα – κάποιος είχε ακυρώσει τη συμμετοχή του. Ήμουν, ίσως, η πιο μικρή. Στους διαδρόμους του Εθνικού ήταν πάρα πολλοί συνάδελφοι, όλων των ηλικιών. Κοιτούσα, τρέμοντας, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να απολαύσει έστω τη διαδικασία. Ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι δε θα με πάρει.

Είχα δει πριν λίγα χρόνια στο Παρίσι την παράσταση του «Les Fables de la Fontaine» και είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Αυτός θέλει χορευτές, ακροβάτες», έλεγα μέσα μου. «Γι’ αυτόν, θέατρο, χορός, εικαστικά, μουσική είναι ένα. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ;». Κι όμως είχα πάει, έστω να τον γνωρίσω. Στην ακρόαση ζήτησε πολλά – ένα εκ των οποίων, να μείνουμε ακίνητοι. Για πολλή ώρα. Τόση που μου φάνηκε αιώνας. Σηκώθηκε τότε και περπατούσε εμπρός μας. Μας κοίταζε έναν-έναν, λες και διάβαζε μέσα μας. Σκέφτηκα πόσο όμορφος ήταν. Με τα μπλε εκφραστικά μάτια του. Ψηλός, τεράστιος. Κι όμως περπατούσε τόσο ελαφρά – σε αυτό θα επέμενε πολύ αργότερα.

Ύστερα, μας έβαλε να παρατηρήσουμε την επόμενη ομάδα. Αναρωτιόμουν πού έπρεπε να εστιάσω. Τι ήταν αυτό που έβλεπε όταν μας ζητούσε να μείνουμε ακίνητοι; Άρχισα να βλέπω πόσο δύσκολο πράγμα είναι τελικά η ακινησία… Κάθε ακίνητο σώμα, κάθε πρόσωπο φανέρωνε και μία ιστορία. Ίσως αυτό παρατηρούσε. Κάθε άνθρωπος κι ένας κόσμος.

Χωρίς ποτέ να καταλάβω το γιατί, με διάλεξε. Ακολούθησαν οι πρόβες. Πάντα ντυμένοι, βαμμένοι, έτοιμοι. Σαν σε παράσταση. Δε νομίζω αλήθεια ότι μπορεί να περιγράψει κανείς με λόγια την εμπειρία του να βρίσκεται επί σκηνής στο σύμπαν του Ουίλσον. Ο τρόπος δουλειάς του, η «παρτιτούρα» που δημιουργούσε οργανώνοντας το άπειρο, το πώς η κίνηση κωδικοποιούνταν, το πώς ο χρόνος διαμορφωνόταν και μετατρεπόταν σε φως, σε σιωπή. Η εμμονή του στη λεπτομέρεια, η διορατικότητά του… Πάρα πολύ απαιτητικός, αλλά πάντα ευγενής.

Σε σκηνή της “Οδύσσειας” μαζί με τον Γιώργο Γλάστρα. @Εύη Φυλακτού

Δε μιλούσε πολύ εκτός πρόβας. Στα διαλείμματα πήγαινε στο καμαρίνι του, στα ρεπό ταξίδευε σε άλλες χώρες για να οργανώσει τα επόμενα σχέδιά του. Κι όμως, μια φορά με άκουσε να γελάω στον διάδρομο. Γύρισε έκθαμβος, και εγώ ντράπηκα γιατί σκέφτηκα ότι τον ενόχλησε η φασαρία. «Αυτό το γέλιο να χρησιμοποιήσεις στη σκηνή», μου είπε. «Αυτό είναι που θέλω». Απίστευτο… Αν σκεφτεί κανείς ότι έκανα έναν πολύ μικρό ρόλο. Εγώ ως τότε, νόμιζα ότι ούτε με θυμόταν.

Όταν δε με χρειαζόταν επί σκηνής, έβλεπα πρόβα όσο πιο συχνά μπορούσα. Αποκαλυπτόταν μπροστά μου ένας οραματιστής ποιητής που συνέθετε εικόνες με απόλυτη εμμονή στη λεπτομέρεια, με απόλυτη έμπνευση. Καμιά φορά οι ηθοποιοί απλώς στέκονταν και εγώ έπιανα τον εαυτό μου να κλαίει από την ομορφιά αυτού που έβλεπα. Άλλαζε το φως, τον ήχο, και ως δια μαγείας, δημιουργούσε ό,τι συναίσθημα ήθελε. Τα ακίνητα σώματα δημιουργούσαν δράμα. Οι σιωπές, ουρλιαχτά. Ως και οι τεχνικοί – όλα – γίνονταν μέρος μιας μοναδικής τελετουργίας. Οι εικόνες του συχνά ονειρικές, αινιγματικές, αλλόκοτες. Δεν εξηγούν. Απλώς συμβαίνουν.

Όταν, ύστερα από καιρό, μας μίλησε για την πρώτη του σκηνοθεσία με ένα κωφό παιδί, άρχισα να καταλαβαίνω – ή καλύτερα να νιώθω – την ιερότητα της πράξης της δημιουργίας του. Όταν μας είπε για τα παιδικά του χρόνια στο Τέξας, ένιωσα σαν να μου επέτρεψε να δω τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο.

Ο Γουίλσον μάς έμαθε πάρα πολλά – κυρίως όμως μάς έμαθε να βλέπουμε. Μάς έμαθε πώς να παρατηρούμε, να ακούμε και να βιώνουμε το χρόνο, το χώρο και την κίνηση με τρόπους που πριν δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν. Μάς έδειξε την παρουσία μέσα από την απουσία, τη δράση μέσα από την ακινησία. Μάς έλεγε να ακούμε με τα μάτια και να βλέπουμε με τα αυτιά. Μάς προέτρεπε να αφήνουμε το κοινό να μας πλησιάσει και να μην του δίνουμε μασημένη τροφή. Διασκέδαζε λέγοντας ότι δε του αρέσει το «λυπημένο θέατρο». Μάς υπενθύμιζε συνέχεια να διασκεδάζουμε. Πώς να διασκεδάσει κανείς μέσα στην απόλυτη φόρμα; Κι όμως, μπορεί! Αυτό μας το έμαθε. Και του το χρωστάω. Όπως κι άλλα πολλά. Πάρα πολλά. Ύστερα από μια δύσκολη, κινητικά, πρόβα τόλμησα να ρωτήσω γιατί δεν επιλέγει αμιγώς χορευτές για τα έργα του. Είπε τότε ότι τον ενδιαφέρει η πορεία προς το να κατακτήσεις κάτι. Η δυσκολία και η διαδρομή σου. Νομίζω ότι, ύστερα από αυτή την εμπειρία, κανείς μας δεν ήταν ίδιος. Κανείς μας δεν έκανε ή έβλεπε θέατρο, όπως πριν τον γνωρίσει.

Τυχεροί όσοι μας άγγιξε με το μαγικό του χέρι, όσοι μάς φώτισε με το φως του. Θα ευγνωμονώ για πάντα τη ζωή που μου επέτρεψε να τον συναντήσω. Τελευταία φορά, τον συνάντησα στην έκθεσή του στη γκαλερί της φίλης και συνεργάτιδάς του, Μαρίνας Ηλιάδη. Του ζήτησα να βγάλουμε μια φωτογραφία – σαν να ένιωθα ότι δε θα τον ξαναδώ. Την κρατάω φυλαχτό, μαζί με τα σημειώματά του, πάντα γραμμένα με τα αλλόκοτα διαγώνια γράμματά του που μας έστελνε στο mail.

Κάθε φορά στην πρόβα, όταν άκουγα τη φωνή του από το μικρόφωνο, έτρεμα. Ακριβώς έτσι άρχισα να τρέμω και όταν έμαθα την είδηση του θανάτου του. Ξέρεις, ένιωθα πάντα ότι οι άνθρωποι που αγγίζουν τέτοια υψηλά επίπεδα ομορφιάς μέσα μας δεν θα φύγουν ποτέ. Πίστευα ότι είναι αθάνατοι. Το έργο του θα μείνει για πάντα ζωντανό, τροφοδοτώντας αυτήν την ψευδαίσθηση αθανασίας. Το Watermill Center θα συνεχίσει να λειτουργεί ως πόλος δημιουργικότητας και διάδρασης μεταξύ διαφορετικών τεχνών, διατηρώντας ανοιχτό το πνεύμα του Μπομπ Γουίλσον. Ο ίδιος, σίγουρα, θα δίνει πια τα φώτα του ομορφαίνοντας τον παράδεισο. Εμείς, όμως, θρηνούμε μια τεράστια απώλεια. Μια μεγάλη πηγή έμπνευσης. Και – ας μου επιτραπεί να πω – νιώθουμε ορφανοί.

Νατάσσα Τριανταφύλλη, σκηνοθέτρια: «Τις στιγμές των μεγάλων εμποδίων, έρχεται στην σκέψη μου με το πονηρό του γέλιο και λέει εκείνο το, αμερικάνικου πνεύματος, ‘Let’s rock n’ roll’».

Κατά την πρόβα της “Οδύσσειας” στο Εθνικό Θέατρο. @Νίκος Πανταζάρας

«1.Head up 2. Text 3. Arm up 4. Text 5. Feast, Clap and Bump cue». Κάπως έτσι έμοιαζαν οι σημειώσεις της πρώτης μέρας, προβών της Οδύσσειας. O Μπομπ «δείχνει» τις κινήσεις στον Οδυσσέα και την Καλυψώ. Πρέπει να προλάβω να τις καταγράψω, να τις αριθμήσω, να τις μάθουν οι ηθοποιοί. Λίγο αργότερα, βιώνω την πρώτη σκηνοθετική αποκάλυψη. ‘Xτίζει’ τη σκηνή καλώντας ο ίδιος τα νούμερα, αφήνοντας παύσεις ανάμεσα, κρατώντας τους ηθοποιούς σε ένταση.  Αποτέλεσμα; Έχει τον απόλυτο έλεγχο του ρυθμού, σμιλεύει τον χρόνο, δημιουργεί χώρο.

Δεύτερη σκηνοθετική αποκάλυψη. Το χιούμορ! Ζητάει έναν ήχο προβάτου. Ένα «μπεε»! Παίρνει το μικρόφωνο και το κάνει ο ίδιος. Απολαμβάνει απερίγραπτα τις δοκιμές. Ξαφνικά όλοι, ηθοποιοί, συντελεστές, μηχανικοί, ηχολήπτες, ηλεκτρολόγοι (γιατί δουλεύουμε από την πρώτη πρόβα πάνω από 50 άτομα ταυτόχρονα) γνωρίζουμε εκείνη την άλλη, την ανθρώπινη σχεδόν παιδική, πλευρά του. Ασφαλώς και όλα τα «μπεε» στην παράσταση, είναι η φωνή του Μπομπ!

Αποκάλυψη τρίτη. Καταλαβαίνει σε βάθος τους ηθοποιούς. Σαν ένας διαυγής μάγος, χειρίζεται με πολύ έξυπνους τρόπους τη σκηνική δύναμη και αδυναμία τους. Η ύπαρξη του καθενός εξυπηρετεί κάτι άλλο στην φόρμα, στην παράσταση. «If it doesn’t happen, make it happen», μου ψιθύρισε μια μέρα. Ίσως γι’ αυτό λίγους μήνες αφού τον συνάντησα, έκανα την «Αντιγόνη», την πρώτη μου σκηνοθεσία.

Νιώθω ευγνώμων για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, τον τρόπο που μοιράστηκε απλόχερα τους κώδικες της τέχνης του, για τη φιλία του. Στις πρόβες, τις στιγμές των μεγάλων εμποδίων, έρχεται στην σκέψη μου με το πονηρό του γέλιο και λέει εκείνο το, αμερικάνικου πνεύματος, «Let’s rock n’ roll» που σημαίνει περίπου «πάμε να λύσουμε το πρόβλημα». Μου έμαθε το πόσα μπορείς να αφηγηθείς με το φως, αλλά κυρίως μου έμαθε να μην ξεχνάω να κοιτάω ψηλά, να παρατηρώ τον ουρανό. «Dark blue at 30, light blue at 50, yellow at 20…». Κάπως έτσι έμοιαζε απόψε ο ουρανός και είμαι σίγουρη πως τον είχε φτιάξει εκείνος!

Τάσης Χριστογιαννόπουλος, βαρύτονος, καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου «Ολύμπια»: «Μια από τις σημαντικότερες και πιο ενδιαφέρουσες περιόδους εργασίας και συνεργασίας στα, σχεδόν, 40 χρόνια καριέρας μου»

Σε σκηνή του “Οθέλλου” που ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή με τον Αλεξάντρς Αντονένκο. @Λούσι Τζανς

Το Φεβρουάριο του 2022 ανεβάσαμε στη Λυρική Σκηνή τον «Οθέλλο» του Βέρντι σε σκηνοθεσία Ουίλσον όπου ερμήνευσα τον Ιάγο. Δύο χρόνια μετά, το Νοέμβριο του 2024 συνεργαστήκαμε ξανά στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας, όπου είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής,  και φιλοξενήσαμε τις «Τρεις Ψηλές Γυναίκες» για δεύτερη σεζόν.

Αυτή η διετία είναι μια από τις σημαντικότερες και πιο ενδιαφέρουσες περιόδους εργασίας και συνεργασίας στα, σχεδόν, 40 χρόνια καριέρας μου. Στην αρχή, ήταν πολύ αλλόκοτη, αναπάντεχη η σωματική προσέγγιση του ρόλου, η οποία όσο περνούσε ο καιρός εξελισσόταν σε μια συναρπαστική διαδρομή και γνωριμία του ρόλου και του εαυτού μου. Γνωριμία, όμως και με τον Μπομπ, έναν ιδιοφυή, βαθιά ευγενή, υψηλής αισθητικής και ποιότητας καλλιτέχνη, ο οποίος δεν άφηνε τίποτα μα τίποτα απρόσεκτο, αδούλευτο, με μια στρατιωτική, σχεδόν ασφυκτική πειθαρχία, αλλά με αποτέλεσμα απαράμιλλης ποιότητας και ομορφιάς.

Η ιδιαίτερη προσέγγιση του πάνω στη σιωπή και την ακινησία σε οδηγούσαν να ανακαλύπτεις, μέσα από την άσκηση σώματος και του πνεύματος, καινούργιες εκφραστικές δυνατότητες και δυνάμεις. Περνούσαμε ώρες ατέλειωτες να μιλάμε για το συμβολικό και το τελετουργικό θέατρο και να δοκιμάζουμε στη σκηνή την ελάχιστη κίνηση του αντίχειρα ή το ύψος του βλέμματος, εμπειρίες που έμοιαζαν με διαδικασία μύησης σε βαθύτατους κόσμους της ύπαρξης. Το ίδιο επίμονοι και εργατικοί ήταν όλοι του οι συνεργάτες – από τα κουστούμια ή στο μακιγιάζ. Είναι χαρακτηριστικό πως το μακιγιάζ για τον Ιάγο απαιτούσε τέσσερις ώρες προετοιμασίας!

Το πολύ συγκινητικό ήταν πως όταν αρρώστησα από covid και υπήρξε το ενδεχόμενο να μην μπορώ να τραγουδήσω. Όμως, ο Μπομπ είπε, μετά από όλη τη δουλειά που είχαμε κάνει, ότι «θέλω τον Τάση επί σκηνής έστω και βουβό!» Ήταν πεπεισμένος, αλλά έπειθε και τους άλλους, πως η εργασία, η άσκηση και η αφοσίωση καταλήγουν να υπάρχουν στη σκηνή και να υπηρετούν το έργο, παρά τις όποιες πιθανές δυσκολίες.

Ήταν επίσης απολαυστικό να τρως μαζί του, να εμπνέεται ξαφνικά από την κουβέντα, να ζωγραφίζει πάνω στο τραπεζομάντηλο ή την χαρτοπετσέτα και μετά να μοιράζει τα σκίτσα του. Είμαι βαθιά ευγνώμων γι’ αυτήν την τιμή της γνωριμίας και σχέσης μαζί του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣυν & Πλην: «ζ-η-θ, ο Ξένος» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου12.09.2018

Περισσότερα από Art & Culture
Σχετικά Θέματα
Αφιέρωμα
(Ξέ)μεινες στην Αθήνα; Αυτός θα είναι ο οδηγός επιβίωσής σου για τον Αύγουστο
Art & Culture
Αύγουστος με μουσική στη Μικρή Επίδαυρο
Αφιέρωμα
Τα βιβλία των διακοπών – 5 προτάσεις από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Art & Culture
Οι Seeds ρίχνουν σπόρους παραδοσιακής μουσικής στη Μικρή Επίδαυρο
Αφιέρωμα
Τα βιβλία των διακοπών – 5 προτάσεις από τις εκδόσεις Διόπτρα
Art & Culture
Ο επίλογος της Κατερίνας Ευαγγελάτου στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Αφιέρωμα
Τα βιβλία των διακοπών – 5 προτάσεις από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Αφιέρωμα
Οι σταθμοί στη ζωή της Ζιλιέτ Μπινός μέσα από δικά της λόγια
Αφιέρωμα
«Το δικό μου σώμα μιλά»: Όταν ο χορός θεραπεύει στο Dance Days Chania
Art & Culture
Bella Ciao#27: Η Τέχνη που δροσίζει την ψυχή 
Αφιέρωμα
Φύση, μουσική, ελευθερία: Αυτό είναι το Anilio Park Festival που δίνει ζωή στην Πίνδο
Art & Culture
Ίδρυμα Μαμιδάκη: Άνοιξαν οι αιτήσεις για το φετινό residency πρόγραμμα