Η συζήτηση για το ανεξάντλητο του αρχαίου δράματος θα μπορούσε να κρατήσει μέχρι το τέλος του χρόνου. Με την πεποίθηση πως οι μύθοι στην απόδοση των Ελλήνων τραγικών είναι η κιβωτός για την ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης στους αιώνες, πέντε συγγραφείς της νεότερης γενιάς – Κυριάκος Χαρίτος, Ταξιάρχης Δεληγιάννης, Βασίλης Τσιουβάρας, Γιάννης Παλαβός και Άρης Αλεξανδρής – επιχειρούν την συνάντηση με τους αρχαίους κλασικούς, αποδίδοντας νέες, ελεύθερες ή και συγκρουσιακές προσεγγίσεις.
Αυτή είναι η φετινή έκδοση του κύκλου Contemporary Ancients που συνεχίζεται για πέμπτη χρονιά, με καρπούς τέσσερα πρωτότυπα έργα που θα ανέβουν στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Και ο καθένας μιλά για την προσωπική του επαφή με το αρχαίο δράμα.
Ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει την «Θήβα μοναξιά» εμπνευσμένος από την «Αντιγόνη» του ΣοφοκλήΟ βραβευμένος (το 2023 με Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου) συγγραφέας Κυριάκος Χαρίτος άκουσε την σκηνοθέτρια και ηθοποιό Όλια Λαζαρίδου να του ζητά μια μετασκευή πάνω στο μύθο της «Αντιγόνης». Για λίγο αντιστάθηκε θεωρώντας πως «η ιστορία δεν ήταν κοντά μου. Αντιμετώπιζα με κάποια καχυποψία το σωστό και ηθικό στοιχείο της Αντιγόνης και την, σχεδόν, βουδιστική προσέγγιση η οποία την περιβάλλει». Δεν άργησε, ωστόσο, να βρει τη φωνή του, «ανατρέποντας και διυλίζοντας το μύθο, αλλά όχι με τρόπο βέβηλο και βανδαλιστικό», ξεκαθαρίζει. Στο νέο έργο, υπό τον τίτλο «Θήβα μοναξιά», ο Χαρίτος επιχειρεί να εστιάσει σε πτυχές του μύθου που δεν φωτίστηκαν, να εξερευνήσει το παρελθόν των ηρώων: ποιος ήταν, λόγου χάρη, ο Κρέων πριν γίνει τύραννος και τι συνέβη στους επιζήσαντες μετά το τραγικό τέλος της Αντιγόνης;
Υπάρχει μια ονειρική χροιά στο κείμενο του κι ένα ασταμάτητο «μπες – βγες» στην αφήγηση όπου πρωταγωνιστούν όχι μόνο τα πρόσωπα μα και η ίδια η πόλη. «Με βασανίζει τι έχει συμβεί σε αυτά τα χώματα, αυτές τις Τεχεράνες, όπως τις ονομάζω. Το κείμενο είναι επικεντρωμένο στην πόλη, στις ήττες και τις δόξες της», σημειώνει.
Βέβαια, η «Θήβα μοναξιά» στο έργο του Κυριάκου Χαρίτου είναι το όνομα μιας ταβέρνας έξω από την Χαλκίδα, ένα λαϊκό σκηνικό όπου θ’ ακουστούν τα τραγούδια από τους δίσκους των γονιών μας. Εκεί κατοικούν οι ήρωες του, με τους οποίους συναντήθηκε στο αίσθημα της μοναξιάς τους – «και ποιος δεν ήταν μόνος του εδώ;», όπως αναφέρεται σε ένα χορικό του κειμένου – αλλά και στην ανάγκη τους για αγάπη, αποδοχή, ελευθερία, γαλήνη.
Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Αλεξάνδρα Καζάζου, Όλια Λαζαρίδου και Γιάννης Ψαλλιδάκος. @Χριστίνα Γεωργιάδου
Είναι το πρώτο θεατρικό έργο που υπογράφει – μολονότι με το θέατρο τον δένει μια βαθιά και παλιά σχέση: έχει εργαστεί ως ηθοποιός του περιπλανώμενου θιάσου του British Arts Council που επισκεπτόταν από σχολεία μέχρι γηροκομεία στην αγγλική επαρχία.
Κι έτσι, η συγγραφή ενός θεατρικού, πόσο μάλλον ενός έργου που αντλεί από το αρχαίο δράμα, είναι μια αναμέτρηση με το όνειρο του. «Είναι για μένα ένας σταθμός στη συγγραφή, να αναμετρηθώ με έναν αρχαίο μύθο και ν’ αναγνωρίσω τον εαυτό μου σε αυτόν», λέει αν και αναγνωρίζει πως στην περίπτωση του θεατρικού συγγραφέα η παντοδυναμία της δημιουργίας κρατά λίγο. «Μπροστά στο χαρτί έχεις απέραντη εξουσία, μπορείς ν’ ανατινάξεις ακόμα κι ένα μύθο· μα αυτό παύει όταν αρχίζει η δεύτερη ζωή του έργου, όταν περνάει στα χέρια του σκηνοθέτη όπου είναι έτοιμο να μεταβληθεί, να γίνει η πιο ευάλωτη δημιουργία». Το σίγουρο είναι πως ο Κυριάκος Χαρίτος αποφάσισε να εμπλακεί με το αρχαίο δράμα, όπως λέει χαρακτηριστικά, «όχι για να το φορτώσω με την… ιδιοφυΐα μου, αλλά για να κρατήσω από αυτό τα κόκαλα και τις πέτρες του».
Πληροφορίες@Μαριλένα Αναστασιάδου
Πριν από μερικές εβδομάδες τους, η Ακαδημία Κινηματογράφου τους απένειμε το βραβείο Μικρού Μήκους Animation για τα «Ανοιχτά φτερά»: την ιστορία ενός μικρού σπίνου που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την, σπαρασσόμενη από πόλεμο, πατρίδα του και να βρει ένα ασφαλές καταφύγιο. Κι ενώ οι ίδιοι μετακινούνται από το σινεμά στο θέατρο, ο ορίζοντας τους δεν αλλάζει. Στις «Ιαχές», τη θεατρική μουσική σύνθεση, το κείμενο της οποίας υπογράφουν ο Ταξιάρχης Δεληγιάννης και ο Βασίλης Τσιουβάρας, η αγωνία της προσφυγιάς εξακολουθεί να κατατρέχει τη σκέψη τους.
Από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη μέχρι τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη στον «Τελευταίο σταθμό», οι δύο συγγραφείς και σκηνοθέτες αναζητούν λογοτεχνικές μαρτυρίες για τον ξεριζωμό «μια συνθήκη που είναι παρούσα από την αρχαιότητα μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε». Οι δυο τους μπήκαν σε ερευνητική διαδικασία σε ποιητικά κείμενα που ακολουθούν την σκιά του πρόσφυγα, «που μιλούν για τον ξεριζωμό, την ξενιτιά, τον χωρισμό των ανθρώπων και τον πόνο που τους ακολουθεί. Μιλάμε για κάθε άπατρι και ξεριζωμένο, για τον καθένα που προτιμά να κλειστεί σε ένα στρατόπεδο προσφύγων από το να ζει σε μια πόλη που βομβαρδίζεται ανελέητα. Στεκόμαστε στον ανθρώπινο παράγοντα και στην ανάγκη του εκτοπισμένου να πιαστεί από κάτι αγνό και αθώο για να αντέξει. Γιατί, όπως λέει και ο Σεφέρης, μάθαμε να αντιμετωπίζουμε τον άνθρωπο σαν πραμάτεια και ως όχι ως ζωντανό πλάσμα» λένε.
Διάβασαν (ξανά) αρχαίους τραγικούς, ανέτρεξαν σε Έλληνες και ξένους ποιητές, σύγχρονους και παλαιότερους, σε δημοτικά και παραδοσιακά τραγούδια. Το ταξίδι αυτό ήταν και μια περιπέτεια στο χρόνο: από την ελληνική αρχαιότητα και τα μνημειώδη έργα του Αισχύλου και του Ευριπίδη, στα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, του Κωστή Παλαμά, του Γεώργιου Βιζυηνού, του Νικηφόρου Βρετάκου και του Μανώλη Αναγνωστάκη, έως τα gospel που γεννήθηκαν στις ματωμένες φυτείες της Βόρειας Αμερικής, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τα τραγούδια της Κάτω Ιταλίας. «Υιοθετούμε φωνές διαφόρων περιόδων και τις ενώνουμε σε μια συνέχεια. Καθεμιά από αυτές καταθέτει την δική τους ιστορία μα στ’ αλήθεια βρήκαμε τόσα ταυτόσημα βιώματα ανάμεσα στους δούλους της αρχαίας Ελλάδας και στους σκλάβους της Αμερικής», σημειώνει ο Βασίλης Τσιουβάρας.
Η έρευνα τους συμπεριέλαβε μόνο ποιητικό λόγο κι όχι λόγο documentο από πρόσφυγες και μετανάστες, θεωρώντας πως «η ποιητική διάσταση εμπεριέχει την ανθρώπινη μαρτυρία και συνάμα καταπιάνεται με μια πιο υπαρξιακή και βαθιά περιοχή της», καθώς προσθέτει ο Ταξιάρχης Δεληγιάννης.
Χρήστος Στέργιογλου, Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης, Γιώργος Ιατρού με το Alex Drakos Quartet. @Μαριλένα Αναστασιάδου
Σταθερή μέριμνα τους ήταν να μην συγκεντρώσουν τα καλύτερα διαθέσιμα αποσπάσματα, να μην δημιουργήσουν δηλαδή μια συρραφή από best of τραγικών και ποιητών αλλά «να επιλέξουμε ανάμεσα σε σημαντικά έργα που μπορούν να συνομιλήσουν μεταξύ τους ακόμα κι αν αυτό μας ανάγκαζε να εξαιρέσουμε πολύ σπουδαίο υλικό από την σύνθεση μας», τονίζουν. Τα κείμενα τους θα αντηχήσουν σε ένα μουσικό έργο σε σύνθεση του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη με τις «Ιαχές» τελικά να κορυφώνονται σε μια «υβριδική όπερα», όπως την ονομάζουν. «Μην ξεχνάμε άλλωστε πως τα gospel και η τζαζ μουσική ρίζωσαν στις φυτείες μιμούμενες τον ήχο της τσάπας που έσκαβε ρυθμικά τη γη».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ταξιάρχης Δεληγιάννης και ο Βασίλης Τσιουβάρας καταπιάνονται με τη θεατρική γραφή – το επιχείρησαν πέρυσι στο πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα, ένας πολιτισμός». Ωστόσο, αξιολογούν τη φετινή διαδικασία ως μεγαλύτερη πρόκληση. «Η σύνθεση και δη έχοντας να επιλέξεις από αριστουργηματικά υλικά είναι πιο δύσκολη από το να γράψεις σε λευκό χαρτί. Μας πήρε τουλάχιστον ένα τρίμηνο να το ολοκληρώσουμε αλλά θέλαμε να αφοσιωθούμε σε αυτό. Γενικά, η συγγραφή νέων έργων χρειάζεται στήριξη και επιμονή και σίγουρα απαιτεί πολιτικές αποφάσεις για την ενθάρρυνση τους», υπογραμμίζουν.
Συμπεριλαμβάνουν τη συγγραφή μέσα στο ευρύ δημοκρατικό φάσμα της Τέχνης «ένα από τα ελάχιστα όπλα που αντιστέκονται στον εκφασισμό της κοινωνίας και τις κυβερνήσεις που υπακούουν στο Φονταμενταλισμό. Η Τέχνη είναι φτιαγμένη να μιλάει εναντίον όλων αυτών, οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε τις ανθρώπινες ελευθερίες και μέσα στις πρόβες (καθώς εργάζονται ως βοηθοί σκηνοθέτη του Χρήστου Στέργιογλου) αντιλαμβανόμαστε πόσο αυτή η σκέψη συναντάει την πραγματικότητα του κόσμου».
Πληροφορίες@Νίκος Τσιτσιώκας
Δώδεκα χρόνια πριν γνωρίζαμε τον Γιάννη Παλαβό με το «Αστείο» του, μια συλλογή διηγημάτων (η δεύτερη του) που εκτός από αναγνωστική απήχηση τιμήθηκε και με το βραβείο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος της χρονιάς. Δώδεκα χρόνια αργότερα, κι ενώ ο ίδιος επιμένει στην συγγραφική φόρμα του διηγήματος, κλήθηκε να «βγει από τα νερά του» και να αναλάβει την πρόκληση μιας σύγχρονης μετασκευής με αναφορά στο αρχαίο δράμα. Όπερ και εγένετο. Ο Γιάννης Παλαβός ετοίμασε ένα μονόλογο, ορμώμενος από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή. «Για κάποιο λόγο μου αρέσουν τα έργα με ηλικιωμένους ήρωες και είδα στον ‘Οιδίποδα επί Κολωνώ’ μια ιστορία συγχώρεσης και αποδοχής, δύο έννοιες που όλοι εμείς οι οποίοι έχουμε ανατραφεί στον χριστιανικό κόσμο, αναγνωρίζουμε και κατανοούμε».
Μολονότι εγκαινίαζε την σχέση του ε τη θεατρική συγγραφή δεν σκέφτηκε στιγμή να μείνει σε όσα γνώριζε. «Ήξερα ότι έπρεπε να παράξω ένα σκηνικό συμβάν, με κίνηση, με δράση και φυσικά να αποφύγω το λογοτεχνικό λόγο».
Η Ρένια Λουϊζίδου. @Κάρολ Γιάρεκ
«Στα δεξιά της κοίτης» ο Οιδίποδας του Γιάννη Παλαβού είναι μια ανάμνηση, είναι η αφήγηση μιας κόρης για τον πατέρα της. Ο Οιδίπους ζωντανεύει ως μνήμη της Αντιγόνης που τον στήριξε στην στιγμή της πτώσης του: εξαθλιωμένος, τυφλός, ρακένδυτος, μια, πάλαι ποτέ, δεινή και κραταιά μορφή που διώκεται από το χωριό του όπου εργαζόταν ως μουσικός, έχοντας διαπράξει ένα στυγερό έγκλημα. Η κόρη του, ακούραστη δίπλα του, χωρίς ωστόσο να ταπεινώνει την πικρία για την ζωή και τις προσωπικές της επιθυμίες που άφησε πίσω. Ο Οιδίπους, λοιπόν, είναι μια δύναμη από λόγια και συναισθήματα στο στόμα της Αντιγόνης και το έργο ο μονόλογος της. «Πάντα πίστευα ότι το είδος του μονολόγου έχει την δυσκολία να πείσει. Κι έτσι, επέλεξα τον μηχανισμό ενός μνημόσυνου: ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της, η κόρη ανακαλεί την σχέση τους, σ’ ένα ξωκλήσι, δεξιά της κοίτης όπου το ορμητικό ρεύμα έχει παρασύρει τα οστά των νεκρών», εξηγεί ο συγγραφέας.
Ο Γιάννης Παλαβός συνοψίζει την ανάγκη του έργου να μιλήσει για την «βουβή θλίψη, για την άφατη καλοσύνη και αγάπη που κράτησε κάτι απαρηγόρητο στην ψυχή μιας γυναίκας».
Η αναμέτρηση του με την πηγή της γραφής, με το αρχαίο δράμα, δεν τον φόβισε. Παραδέχεται πως η σχολική εμπειρία μας έχει δημιουργήσει έναν έμφυτο φόβο για το είδος που στην πραγματικότητα είναι πλαστός. «Οι τραγωδίες είναι το απόσταγμα της ανθρώπινης ιστορίας στους αιώνες. Στις τραγωδίες όλοι έχουν δίκιο κι όλοι άδικο. Πουθενά αλλού δεν έχει προβληθεί η έννοια της υπαρξιακής μας αντίφασης τόσο ανάγλυφα όσο σε αυτά τα έργα. Είναι κείμενα που αποκαλύπτουν τα βασικά μας διλήμματα στη ζωή, όλα όσα μας συνθλίβουν και γι’ αυτό είναι αδιαπραγμάτευτα θεμελιώδη για τον καθέναν από εμάς».
Με νωπή τη γνωριμία με το έργο του – μόλις το 2023 διακρίθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το μυθιστόρημα «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα» – ο Άρης Αλεξανδρής μοιάζει να μπαίνει χωρίς πολλές αντιστάσεις στον κόσμο της θεατρικής γραφής, αντλώντας έμπνευση από την αριστοφανική «Λυσιστράτη». Αναγνωρίζοντας τον βαθμό δυσκολίας, καθώς στο θέατρο «ο συγγραφέας πρέπει να βρει τον θεατή· πρόκειται για μια σχέση που βασίζεται στην αμεσότητα, στα γρήγορα αντανακλαστικά, σε προφορικούς και σκηνικούς κώδικες άσχετους με το χαρτί», κατασκευάζει ένα μονόλογο όπου η Λυσιστράτη του είναι μια σύγχρονη ψυχολόγος. «Έχει αναλάβει την ευθύνη να πει στους θεραπευόμενούς της την άβολη αλήθεια: ότι ο πόλεμος των σχέσεων είναι καταστροφικός, ότι το ανθρώπινο σώμα έχει καταντήσει πεδίο μάχης, ότι καμιά φορά για να σώσουμε κάτι πρέπει να το απαρνηθούμε. Είναι μια Λυσιστράτη καπάτσα σαν την αυθεντική, αλλά λίγο πιο εκνευρισμένη, λίγο πιο υποψιασμένη. Είναι μία από εμάς, όμως παράλληλα μας βλέπει πιο καθαρά απ’ ό,τι βλέπουμε τον εαυτό μας», εξηγεί.
Αν και συνειδητά απομακρυσμένος από την «τυπολατρική αρχαιοπληξία», ο Άρης Αλεξανδρής δεν χρειάστηκε να μετακινηθεί από τον Αριστοφάνη. Κι αυτό χάρη στην εγγενή διαχρονικότητα του έργου του. «Προφανώς και οι καιροί αλλάζουν, αλλά ο Αριστοφάνης σού δίνει όλα τα εργαλεία να πεις αυτά που θέλεις να πεις σήμερα, χωρίς να απομακρυνθείς από τους μηχανισμούς που εφηύρε τότε: το σεξ και η αποχή από αυτό, ο πόλεμος και η ανάγκη τερματισμού του, η φιληδονία και η ανοησία της ανθρώπινης φύσης – όλα τα δομικά στοιχεία της Λυσιστράτης είναι ακόμα φρέσκα και προσφέρονται για σύγχρονη αξιοποίηση. Εντάξει, έβαλα κι εγώ το δικό μου χιούμορ στο μονόλογο, ενέταξα τους δικούς μου προβληματισμούς γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά πάτησα πάνω σε στρωμένο έδαφος», ομολογεί.
Ρένια Λουϊζίδου και Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης. @Κάρολ Γιάρεκ
Στην πορεία προς τη «Λυσιστράτη» ο Αλεξανδρής έπρεπε να απαντήσει στην εξής σπαζοκεφαλιά: από την μια, να μην διασκευάσει την αριστοφανική κωμωδία κι από την άλλη να μην δημιουργήσει ένα έργο που άδικα θα φέρει το όνομα της. «Έψαξα, λοιπόν, μια ιδέα που να γεφυρώνει τη σεξουαλική-αντιπολεμική σύλληψη του Αριστοφάνη με ό,τι θεωρώ εγώ επίκαιρο και ενδιαφέρον».
Ξεκαθαρίζει πως η «Συνεδρία πολέμου» δεν έχει χαρακτήρα σάτιρας ούτε αναζητά την ουτοπία, αλλά είναι ένας μονόλογος με κωμικά στοιχεία πάνω στην ιδέα ότι η έννοια του πολέμου δεν είναι πάντα κυριολεκτική. «Το κείμενο είναι προϊόν κοινωνικής παρατήρησης· βλέπει τους ανθρώπους με τρυφερότητα, δίκαιη οργή και χιούμορ», καταλήγει.
Πληροφορίες