Αν από έναν πανέμορφο τόπο, μία περιοχή υπέροχη, ένα μέρος λατρεμένο, αφαιρέσεις τους ανθρώπους από την εικόνα – με τι θα έχεις μείνει; Μάλλον με ένα απλό τοπίο ή μία τσιμεντένια πόλη (μάλλον άχρωμη), όμως γενικά κάτι το… άδειο. Νομίζω έχουν γραφτεί αρκετά κομμάτια και έχει ειπωθεί, με πολύ καλύτερες λέξεις από τις δικές μου, το πώς οι άνθρωποι δημιουργούν τους τόπους. Οι άνθρωποι μεταμορφώνουν τις τσιμεντένιες ζούγκλες που ζούμε σε μέρη γεμάτα ζωή, που θέλεις να είσαι μέρος τους· και ακόμα πιο πέρα, στις μικρές περιοχές, στην επαρχία, στα χωριά – τα πανέμορφα τοπία, οι διάφανες παγωμένες θάλασσες και οι φιδογυριστοί δρόμοι, που οδηγούν μάλλον στο άπειρο, θα ήταν ανολοκλήρωτα χωρίς τους ανθρώπους τους. Χωρίς τις συνήθειες των ντόπιων, την αγάπη τους, τις ιδιοτροπίες, τη ντοπιολαλιά, χωρίς τα πάθη και τους πόθους τους. Οι άνθρωποι κάνουμε τους τόπους – όσο όμορφοι και να είναι οι τόποι, οι άνθρωποι τους γεμίζουν με κάτι περισσότερο από ομορφιά· τους γεμίζουν με ζωή. Ακριβώς όπως συνέβη και στο 4o Evia Film Project.
Οι άνθρωποι στο κατάμεστο Σινέ Απόλλων.
Βρέθηκα, που λέτε, στην πανεμορφιά της Βόρειας Εύβοιας το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε (20-22/6), εξαιτίας της 4ης διοργάνωσης του Evia Film Project. Μια ιδέα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που δημιουργήθηκε λίγο μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες που έπληξαν βαθιά τους ανθρώπους και τα εδάφη της περιοχής, με στόχο – μέσω της τέχνης τους, του κινηματογράφου – η ζωή να έρθει ξανά σε αυτά τα μέρη. Στην Αιδηψό, στη Λίμνη, στην Αγία Άννα. Να έρθουν άνθρωποι, να δουν και να ζήσουν ιστορίες, να γνωρίσουν τους ανθρώπους εκεί, και αυτοί με την σειρά τους να ξαναχτίσουν – με έναν άλλο τρόπο βέβαια – τη ζωή τους μέσα από το όνειρο του σινεμά, και όχι μόνο. Η τέχνη ως σωσίβια λέμβος – όπως άλλωστε πάντα συμβαίνει (αν μου επιτρέπεται).
Κάπου εκεί λοιπόν, στη διαδρομή από “το Κύμα” (τα “headquarters” του Φεστιβάλ) μέχρι το Σινέ Απόλλων, και στις ανηφόρες από το ιστορικό ξενοδοχείο “Ηράκλειον”, μέχρι το Λιμάνι, δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω τους ανθρώπους. Ο κόσμος πήγαινε-ερχόταν με τα μαγιό του, τα στρώματα θαλάσσης, τις πετσέτες· και η πλειοψηφία ήταν άνω των 50 ετών, κάτι που μου φάνηκε τρομερά γλυκό και ρομαντικό. Έχει κάτι πολύ “θεραπευτικό” το να βλέπεις ανθρώπους που βρίσκονται σε μια άλλη φάση ζωής – μεταγενέστερη – να παίρνουν χρόνο για τον εαυτό τους, να ξεκουράζονται, να διακοπάρουν· έχει μία αίσθηση ελπίδας.
Όμως εμένα, μετά από λίγο, το μάτι μου έπεφτε στους ανθρώπους της Αιδηψού, στους ντόπιους. Για αρχή, στους καταστηματάρχες που άνοιγαν τα μαγαζιά τους μετά τις 17:00 το απόγευμα, που τα μεσημέρια προετοίμαζαν τα καταστήματά τους, τα καθάριζαν, τα έστηναν με μια σχεδόν ευλαβική προσοχή, και μετά πετάγονταν σπίτι να βάλουν τα καλά τους για να υποδεχτούν τον κόσμο. Με μία film κάμερα λοιπόν στα χέρια, βρέθηκα να αποθανατίζω όλους εκείνους τους Ευβοιώτες που κάνουν τον τόπο τους αυτό που είναι· που τον γεμίζουν ζωή· που είναι η ψυχή στα πεύκα και στη θάλασσα. Όλοι εκείνοι που, για μία εβδομάδα, γίνονται κάργα σινεφίλ.
H μουσική Πατινάδα της τελευταίας μέρας (21/6) με μουσικές από την “Αγία Φανφάρα” και ένα γλέντι με Φεστιβαλικούς και Ευβοιώτες.
Ο κύριος Λάκης, για παράδειγμα, είναι ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με ρούχα στην παραλιακή της Αιδηψούς, με το εξαιρετικό όνομα «Lakis και εγγονές… κάτι for all», που καθόταν πίσω από τον κισέ και εξυπηρετούσε τους πελάτες. Πήγαινε πάνω-κάτω, έφερνε ρούχα, και όταν του ζήτησα να τον βγάλω μια φωτογραφία, μου είπε: «Φυσικά! Έλα, βγάλε με εδώ, δίπλα στην ΠΑΟΚΑΡΑ» (με είχε ρωτήσει προηγουμένως αν είμαι Θεσσαλονικιά). Αφού τον ευχαρίστησα και πήγα να φύγω, με σταματάει στην πόρτα και μου λέει: «Διάλεξε ένα καφτάνι, να στο κάνω δώρο». Του λέω: «Δεν χρειάζεται», και μου απαντά με ένα χαμόγελο: «Εδώ δεν έχει “όχι”, μόνο “ναι”». Αυτό, ας πούμε, είναι κάτι που δεν θα ήξερα πώς να το περιγράψω σε μια άλλη γλώσσα – η χαρά ενός ανθρώπου να σε γνωρίσει, η φιλοξενία, ή καλύτερα, η ανοιχτωσιά (που λένε και στο χωριό μου).
Ο κύριος Λάκης
Όπως εκείνη η φιλοξενία που μας χάρισε απλόχερα ο κύριος Νίκος, στο καράβι του «ELISABET II», στη διαδρομή για την ημερίδα του Φεστιβάλ στη Λίμνη. Σαν μια σκηνή από το Mamma Mia ή τα καλοκαίρια των γονιών μας στα ’90s, διασχίζαμε τη θάλασσα και στα ηχεία έπαιζε Βουγιουκλάκη· και κάθε τόσο, ο κύριος Νίκος – ο οποίος είναι συνιδιοκτήτης της οικογενειακής επιχείρησης Elisabet Cruises, που εδώ και πολλά χρόνια δραστηριοποιείται στην περιοχή – μας εξιστορούσε από τα ηχεία το παρελθόν του τοπίου που εκείνη τη στιγμή βλέπαμε μπροστά μας: τα σπίτια, τα χωριά, τα καμένα δάση, αλλά και τις αναμνήσεις. Προσκάλεσε όποιον ήθελε στη γέφυρα του πλοίου, για να βγάλει φωτογραφίες, να τον ρωτήσει ό,τι ήθελε, να γνωριστούν. Όταν βρέθηκα κι εγώ εκεί – δίπλα στους ναυτικούς κόμπους – και του ζήτησα να τον βγάλω μόνο του μία φωτογραφία, νομίζω κάπως ντράπηκε αλλά και χάρηκε· χαμογέλασε σχεδόν σαν μικρό παιδί, και μετά μού έσφιξε το χέρι και μου είπε πόσο χάρηκε που με γνώρισε, με μια ζεστασιά λες και με ήξερε χρόνια.
Ο κύριος Νίκος
Εκεί, στη Λίμνη, γνώρισα και την Κορίνα — μπορεί και την πιο φωτεινή γυναίκα στη Βόρεια Εύβοια. Με μπλε σκουλαρίκια και μπλε eyeliner, και έναν ψηλό κότσο, εμφανίστηκε στην ταβέρνα «Ο Πλάτανος» για να μας ρωτήσει τι θέλουμε να πιούμε και να μας δώσει ένα χαμόγελο και ένα νεύμα, όταν η απάντηση ήταν «ούζο με γλυκάνισο». Μία περσόνα που πήγαινε-ερχόταν, φώναζε, γελούσε, σέρβιρε με έναν αέρα πλήρως κινηματογραφικό. Όταν στο τέλος της ημέρας μας, λίγο πριν την επιστροφή, τη ρώτησα αν μπορώ να τη βγάλω μια φωτογραφία για ένα κείμενο που θέλω να κάνω, μου είπε πως κι εκείνη είναι δημοσιογράφος – και πως πριν 11 χρόνια παράτησε την Αθήνα και μετακόμισε εκεί (είναι αυτό το όνειρο όλων, άραγε;). Όταν πάτησα το κλικ της κάμερας, το χαμόγελό της μάλλον ήταν ό,τι πιο αληθινό είχα αποθανατίσει.
Η Κορίνα
Γυρνώντας πίσω στην Αιδιψό, ο ήλιος πλέον είχε πέσει και εμείς, μετά από μια βουτιά και μία αλλαγή φορέματος, κατεβήκαμε για περατζάδα στην παραλιακή, λίγο πριν την προβολή του “Super Paradise” του Steve Krikri. Μετά από μια βόλτα στα μαγαζάκια, η Ευδοκία επέμενε πως έπρεπε να επισκεφτούμε ένα συγκεκριμένο, που είχε τις πιο ωραίες καρτ ποστάλ. Το μαγαζί ήταν το Argo και η ιδιοκτήτριά του η Ράνια – που, όπως μου είπε, μαζεύει στο μαγαζί της ό,τι ελληνικό και χειροποίητο υπάρχει και φτιάχνει και η ίδια μερικά πράγματα. Οι καρτ ποστάλ ήταν, όντως, οι πιο ωραίες και νοσταλγικές που έχω δει: vintage σχέδια, cult διαφημιστικά από γνωστές επωνυμίες, σχεδιασμένα με μία μαεστρία και έναν ρομαντισμό. Όπως μου είπε κι η ίδια, πριν της ζητήσω μία φωτογραφία, αυτές τις κάρτες ποστάλ τις μαζεύει εδώ και έξι χρόνια, και τις παίρνει από έναν κύριο μεγάλης ηλικίας, που τις σχεδιάζει μόνος του. Από ρομαντισμό σε ρομαντισμό, δηλαδή.
Η Ράνια
Πήραμε μετά από λίγο τους ρομαντισμούς μας και ανηφορήσαμε προς την «Καλύβα», μία ταβέρνα που είχαμε μάθει από τα σου σου των ανθρώπων του Φεστιβάλ πως αξίζει πολύ να την επισκεφτούμε. Και μεταξύ μας, ψάχναμε απεγνωσμένα τηγανητές πατάτες – πολύ ειλικρινά. Όταν βέβαια κατά τις 16:00 φτάσαμε στο μαγαζί, μια υπέροχη αυλή, και καθίσαμε, ήρθε ο Γιώργος, ο οποίος μας συστήθηκε και μας ενημέρωσε πως δεν έχει τίποτα από σχάρα και τηγανητά, μόνο μαγειρευτά. Μετά από μια μικρή απογοήτευση (πάνε οι τηγανητές πατάτες), αποφασίσαμε πως θα κάτσουμε, γιατί τέτοια ώρα δύσκολα θα βρεις στα Λουτρά της Αιδηψού ανοιχτή ταβέρνα – και τα παιδιά ήταν στη μετάβαση και την προετοιμασία για το βράδυ. Μετά από μία γρήγορη ματιά στο μενού, καταλήξαμε λιτά και απέριττα σε τέσσερις κόκορες κρασάτους με μακαρόνια, μία χωριάτικη και μία τυροκαυτερή. Όταν ήρθε λοιπόν ο Γιώργος για παραγγελία, απλά κάθισε σε μία καρέκλα δίπλα μας, άκουσε τι του λέγαμε πως θέλουμε, μας είπε μπράβο για τις επιλογές μας και, χωρίς να σημειώσει τίποτα στο τεφτέρι που κρατούσε, έφυγε – και μετά από δέκα λεπτά επέστρεψε με κάτι τεράστιες μερίδες, που σε επίσης δέκα λεπτά είχαν εξαφανιστεί. Δεν γινόταν να μη βγει φωτογραφία ο Γιώργος, καταλαβαίνετε.
Ο Γιώργος
Την τελευταία μέρα του 4ου Evia Film Project, κατευθυνθήκαμε (οδικώς αυτή τη φορά) προς την Αγία Άννα και την ταβέρνα «Τα Κανατάκια», όπου ο σκηνοθέτης Αργύρης Παπαδημητρόπουλος θα έκανε ένα masterclass, που η επίσημη ονομασία του ήταν ‘The Greek Unorthodox”, αλλά – όπως μας εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος – ο πραγματικός τίτλος, και του masterclass και της ζωής του, ήταν «Χύμα στο Κύμα». Αυτή η απίστευτα ελπιδοφόρα και εμπνευστική συζήτηση πραγματοποιήθηκε σε μια ταβέρνα που, τοπογραφικά, βρισκόταν στην καρδιά της Βόρειας Εύβοιας – όμως στα παράθυρα είχε κολλημένους τεράστιους χάρτες της Κρήτης. Ως Κρητικιά, έχει πάψει να μου κάνει εντύπωση το πόσο συχνά συναντώ το νησί μου – ή, καλύτερα, πόσο συχνά εκείνο συναντά εμένα.
Η Ιωάννα
Μιλώντας λίγο με τους ανθρώπους μέσα στο μαγαζί, έμαθα πως ανήκει σε έναν Κρητικό και μία Ευβοιώτισσα, που μοιράζουν τη ζωή τους ανάμεσα στο Ηράκλειο και την Αγία Άννα. Η Ιωάννα ήταν εκείνη που βρέθηκε μπροστά στην κάμερα για φωτογραφία, αλλά δεν μπορούσα να μην αποθανατίσω και τη γιαγιά της, την κυρία Βασιλική, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια του masterclass καθόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στην πόρτα και παρακολουθούσε τη συζήτηση με μία απίστευτη προσήλωση. Μετά, μου εκμυστηρεύτηκε πως της άρεσαν πολύ όσα άκουγε – και όταν, με χαρά, δέχτηκε να τη βγάλω μία φωτογραφία, με ευχαρίστησε πολύ και μου ευχήθηκε να κυνηγάω τα όνειρά μου, και ό,τι θέλω να γίνει πραγματικότητα.
Η γιαγιά Βασιλική
Η αλήθεια είναι πως στο μυαλό μου είχα πολλούς τρόπους με τους οποίους ήθελα να γράψω αυτό το κείμενο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συνάντησα – και άλλοι τόσοι που δεν πρόλαβα να γνωρίσω – κουβαλούν ιστορίες, πληγές, χαρές και πόνους μαζί τους. Και πλέον, ανεξαρτήτως ηλικίας, τα τελευταία τέσσερα χρόνια ανοίγουν τα μαγαζιά τους και γεμίζουν τις μέρες τους με τέχνη και ανθρώπους που έρχονται, μάλλον, για πρώτη φορά στον τόπο τους. Αυτό το θέμα θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτελείται μόνο από φωτογραφίες – θα είχε πει όλα όσα μπορεί να ήθελα να πω και σίγουρα θα τα έλεγε καλύτερα.
Γιατί είναι υπέροχες και μοναδικές οι ιστορίες που κουβαλούν οι άνθρωποι σε κάθε τόπο. Είναι υπέροχο και ελπιδοφόρο για τις σχέσεις των ανθρώπων όλο αυτό το εγχείρημα του Evia Film Project. Είναι όμορφο να βλέπεις μπροστά σου το παρελθόν και το παρόν να καλωσορίζουν το μέλλον με τόση θέρμη. Σε κάτι τέτοιες συνθήκες, οι άνθρωποι μου θυμίζουν πως μπορούν να είναι υπέροχοι, φιλόξενοι και γεμάτοι αγάπη – και στις μέρες που ζούμε, είναι σπάνιο και άκρως σημαντικό να το βλέπεις αυτό. Ας κοιτάξουμε, έστω και για λίγο, έτσι τους ανθρώπους. Μέσα από μια φιλμ κάμερα, δίπλα στη θάλασσα, ανάμεσα στα πεύκα και σε θερινά σινεμά, που ανεξαρτήτως ηλικίας περιμένουν με ανυπομονησία την επόμενη προβολή.
honorary mention: η Ευδοκία και η Φωτεινή / το τρίκλινο