Ήταν Οκτώβριος του 2015 όταν η ομάδα νεανικού θεάτρου «Συντεχνία του Γέλιου» πρωτοπαρουσίασε στο ελληνικό κοινό το «Είστε και Φαίνεστε», έργο του καταξιωμένου Γερμανού συγγραφέα Φόλκερ Λούντβιγκ, με θέμα τον σχολικό εκφοβισμό και το σχολικό άγχος. Εννέα χρόνια μετά, με τα δύο αυτά ζητήματα να απασχολούν όσο ποτέ την επικαιρότητα, η ομάδα επαναφέρει το έργο για ακόμη μια φορά στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου -σε μια πιο «εκσυγχρονισμένη» εκδοχή- με πρόθεση να τοποθετήσει τη συζήτηση γύρω από τον σχολικό εκφοβισμό και το σχολικό άγχος σε πιο λογικά πλαίσια παρατηρώντας το με μια όσο το δυνατόν ψύχραιμη ματιά, μακριά από το οποιοδήποτε «κυνήγι μαγισσών» ή τις διάφορες «κορώνες» που ακούμε κατά καιρούς από τους τηλεοπτικούς δέκτες ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα, στο Σύγχρονο Θέατρο, αυτή την Κυριακή, 20 Οκτωβρίου, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Κουκαλάνι και τα πρωτότυπα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά. Με τον σκηνοθέτη να υπογράφει, επίσης, και τη νέα διασκευή του έργου σε συνεργασία με τις Νατάσσα Σίδερη και Δέσποινα Μιτσιάλη.
Λίγα λόγια για το έργοΗ υπόθεση αφορά μια παρέα τεσσάρων φίλων που είναι πάντα ενωμένοι όταν πρόκειται να βασανίσουν τον Ζαχαρία, τον «Γυαλάκια», ένα αβοήθητο και φοβισμένο αγόρι μπροστά στα πειράγματα και τον περίγελο των άλλων, που συνηθίζουν να ξεσπάνε πάνω του τον θυμό τους για τον δάσκαλο, το σχολείο ή το σπίτι.
Ο Φόλκερ Λούντβιγκ, αγαπημένος συγγραφέας του Βασίλη Κουκαλάνι, έγραψε το «Είστε και Φαίνεστε» το 1975. Το έργο, συνδυάζοντας το χιούμορ με τον κοινωνικό προβληματισμό, επιχειρεί με ώριμο και υπεύθυνο τρόπο να ανοίξει έναν διάλογο για τη σχολική ζωή, ερευνώντας τα αίτια και τις συγκυρίες που γεννάνε τη σχολική κακοποίηση και τον σχολικό εκφοβισμό συνδέοντας τα, με έναν εξαιρετικά διορατικό τρόπο, με το σχολικό άγχος, ως αλληλένδετα φαινόμενα μεταξύ τους.
Για τον νέο κύκλο παραστάσεων, στο Σύγχρονο Θέατρο, η Συντεχνία του Γέλιου αποφάσισε να το φέρει πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα και τα δεδομένα της εποχής μας, συστήνοντας, μάλιστα, μια ευρύτερη συμβουλευτική ομάδα, αποτελούμενη και από εκπαιδευτικούς, με στόχο, όπως μας πληροφορεί, ο σκηνοθέτης Βασίλης Κουκαλάνι, να βρεθεί το αποτύπωμα αυτής της πραγματικότητας: «Είδα την ανάγκη να ξαναπαιχτεί αυτό το έργο, καθώς έχει εμφανιστεί, στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου, αυτό που αποκαλούμε «μπούλινγκ» και «ανήλικη παραβατικότητα». Παρακολουθεί κανείς μια μεγάλη σύγχυση ως προς την ερμηνεία του φαινομένου και μια τάση εσκεμμένης παρερμηνείας των διαθέσιμων δεδομένων. Από το 2018 τα ποσοστά του σχολικού εκφοβισμού δεν έχουν αυξηθεί καθόλου, ωστόσο, παρατηρείται μια σχετική μεθόδευση ενός ηθικού πανικού που προέρχεται από μια δημιουργία φόβου και επιφύλαξης. Επομένως θεώρησα ότι το έργο έχει όλο το υλικό που απαιτείται για να ξεδιαλύνει κάπως το τοπίο και να εξηγήσει ή και να αποκαλύψει τα αίτια και τους μηχανισμούς που επιφέρουν τη βία, τον εκνευρισμό και την επιθετικότητα».
Όπως μάς εξηγεί η Νατάσσα Σιδέρη, μια εκ των τριών συντελεστών που υπογράφουν τη διασκευή του έργου, ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα ζήτημα διαρκώς εν τη γενέσει για τον λόγο αυτό οι ισορροπίες προσέγγισης του είναι αρκετά λεπτές: «Η κάθε νέα γενιά έχει να αντιμετωπίσει τη βία που της έρχεται από την κοινωνία και τη διοχέτευση ή μη αυτής με διαφορετικό τρόπο». Ωστόσο, η ίδια αναγνωρίζει πως ενώ σήμερα, σε αντίθεση με το 1975, υπάρχουν οι λέξεις για να περιγράψουν τέτοιου είδους φαινόμενα: «Είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι, μέσα από τις διεκδικήσεις των διάφορων κινημάτων, στη δημόσιο σφαίρα, πλέον, υπάρχουν όροι για ζητήματα που μέχρι πριν ήταν αφανή και στο περιθώριο», ωστόσο παραδέχεται πως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχουμε κατορθώσει να τα αντιμετωπίσουμε: «Το γεγονός ότι έχουμε τη λέξη για να περιγράψουμε το σχολικό άγχος και τον σχολικό εκφοβισμό, δεν σημαίνει ότι τα δύο αυτά φαινόμενα έχουν μειωθεί καθόλου».
Για τον Βασίλη Κουκαλάνι αυτό που έχει αλλάξει με βεβαιότητα είναι ο τρόπος ανάγνωσης των εκάστοτε αντιφάσεων μέσα στην ίδια την κοινωνία: «Το 2015, όταν ήμασταν σχεδόν εν μέσω οικονομικής κρίσης και σάρωναν οι ταξικές αντιθέσεις, το έργο έδειχνε να είναι πιο σωστά τοποθετημένο. Τώρα κάναμε μια τροποποίηση, η οποία, εξηγεί τελικά, ότι σήμερα δεν έχει διαφορά αν έχεις πανεπιστημιακό υπόβαθρο ή όχι. Είμαστε όλοι ένας χυλός εργαζόμενης τάξης απέναντι στον παραλογισμό και την βίαιη επιβολή συγκεκριμένης ανάγνωσης των πραγμάτων. Και αυτή τη μη ρεαλιστική, παράλογη αντίληψη της πραγματικότητας είναι που μάς καλεί το έργο να αλλάξουμε».
Μια παράσταση που τους αγκαλιάζει όλουςΊσως η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα της παράστασης «Είστε και Φαίνεστε» είναι ότι δεν απευθύνεται αποκλειστικά στο παιδικό κοινό. Αντιθέτως ενθαρρύνει τόσο τους γονείς όσο και για τους εκπαιδευτικούς να εμπλακούν αμφότεροι στη συζήτηση για τις καθημερινές προκλήσεις στο σχολικό περιβάλλον λαμβάνοντας υπόψιν και το δικό του βίωμα: «Θέλουμε πάνω στη σκηνή να εκπροσωπήσουμε και να συνηγορήσουμε και για τις τρεις αυτές κοινωνικές ομάδες. Να τους δείξουμε όλους με τα λάθη, τις ατέλειες, τις δυσκολίες τους. Πάνω απ’ όλα να δείξουμε πως όλοι έχουν την προοπτική να απαλλαχθούν από κάτι. Ελπίζω ότι υπήρξαμε δίκαιοι απέναντι σε όλους», σημειώνει ο Βασίλης Κουκαλάνι.
Αυτό σημαίνει πρωτίστως ότι το θέμα του σχολικού εκφοβισμού και του σχολικού άγχους απαιτεί μια περισσότερο ολιστική προσέγγιση και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει χώρος για εξατομικευμένη επίρριψη ευθυνών: «Σε αυτό το έργο προσπαθούμε να αποφύγουμε τα εύκολα κατηγορώ είτε προς τα παιδιά, είτε προς τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς. Όπως και στις άλλες παραστάσεις της Συντεχνίας, έτσι και σε αυτή, ερχόμαστε να δώσουμε χώρο για άλλου τύπου απαντήσεις -χωρίς απαραίτητα να απαντάμε- σε ερωτήματα που εκεί έξω απαντώνται μονοδιάστατα», σημειώνει η Δέσποινα Μιτσιάλη.
Ενώ για τη Νατάσσα Σιδέρη το έργο μπορεί να ιδωθεί κάλλιστα υπό τους όρους μιας αρχαίας τραγωδίας: «Όλες οι πλευρές έχουν δίκιο και όλες οι πλευρές έχουν άδικο ταυτόχρονα. Και αυτό είναι τρομερά ελκυστικό γιατί σε κάνει να αλλάζεις μεριά διαρκώς ανεξάρτητα από ποια θέση εκκινείς παρακολουθώντας την παράσταση. Ούτως ή αλλιώς αυτό κάνει το θέατρο. Σε ενθαρρύνει να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου». Με τη Δέσποινα Μιτσιάλη να συμπληρώνει από τη μεριά της πως μια τέτοιου είδους πνευματική μεταστροφή μπορεί να αποτελέσει εργαλείο που θα αξιοποιηθεί από τα ίδια τα παιδιά και σε άλλα προβλήματα πέρα από τον σχολικό εκφοβισμό: «Ό,τι μαθαίνει το σώμα και η ψυχή δεν ξεμαθαίνει. Αυτό ισχύει και για τα καλά και για τα άσχημα. Αλλά το να αναγνωρίσει κανείς τα άσχημα είναι σπουδαίο μάθημα».
Ως προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούν και τα βιωματικά-καλλιτεχνικά εργαστήρια που απευθύνονται σε μαθητές και εκπαιδευτικούς στο πλαίσιο της παράστασης εξερευνώντας τρόπους αντιμετώπισης των σχολικών κρίσεων: «Τα εργαστήρια αφορούν κατά κάποιον τρόπο την ολιστική προσέγγιση μας απέναντι στον σχολικό εκφοβισμό και το σχολικό άγχος», μάς εξηγεί η Δέσποινα Μιτσιάλη, «Δεν εξετάζουμε την όποια αρνητική κατάσταση μονόπλευρα. Με έναν βιωματικό τρόπο μπαίνουμε στην τάξη και προσπαθούμε να χτίσουμε εναλλακτικές διαδρομές διαχείρισης μιας σύγκρουσης. Να βρούμε έναν ειρηνικό τρόπο συνύπαρξης Αν η παράσταση είναι μια έμμεση πρόβα ζωής, το βιωματικό εργαστήριο σου προσφέρει την άμεση πρόβα ζωής. Και μετά βγαίνεις και ζεις».
Η Συντεχνία του Γέλιου, όραμα της οποίας είναι η εδραίωση ενός χειραφετημένου κοινωνικού θέατρου για παιδιά και νέους, στην παράσταση «Είστε και Φαίνεστε» θίγει για ακόμη μια φορά ένα τεράστιο ζήτημα όπως μόνο εκείνη ξέρει, με συνέπεια, ευαισθησία, κωμική προσέγγιση και ανατρεπτικούς διαλόγους, μουσική και τραγούδια: «Ένας από τους λόγους που αγαπώ πολύ αυτό το έργο είναι ότι δεν πρόκειται για μια προφανή κωμωδία. Μοιάζει κάπως πιο σοβαρό, ρεαλιστικό και συγκρουσιακό σε σχέση με άλλες καταστασιακές κωμωδίες που έχουμε παρουσιάσει. Εδώ νομίζω πως ο κόσμος θα είναι μεν με ένα χαμόγελο. Πίσω από το οποίο θα διαφαίνεται μια προοπτική συγκίνησης», σχολιάζει ο Βασίλης Κουκαλάνι.
Μία τέτοιου είδους συγκίνηση για τον σκηνοθέτη επιτυγχάνεται μέσα από τη συναισθηματική ταύτιση: «Τα παιδιά εμψυχώνονται, αναγνωρίζουν την πραγματικότητα τους μέσα από μια διαφορετική σκοπιά, λίγο πιο σκωπτική ή πιο αστεία, αντιλαμβάνονται τα κακώς κείμενα,, συναισθάνονται τους άλλους, τον δάσκαλο, τον γονέα. Παρακολουθούν ενήλικες ηθοποιούς να τους υποδύονται χωρίς να παλιμπαιδίζουν και αυτό δημιουργεί μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία η οποία τους ενθαρρύνει να δουν μια άλλη προοπτική για το μέλλον τους, να πιστέψουν σε ένα προσωπικό και συλλογικό όραμα. Γιατί το βρίσκω πιο εύκολο στο είδος θεάτρου που υπηρετώ να αντιμετωπίζω τα παιδιά ως ίσους».
Χορογραφία: Χρυσηΐς Λιατζιβίρη