MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
08
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2023: Ας μιλήσουμε για τη θεατρική παιδεία

Με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, τρεις καθηγητές και τρεις σπουδαστές, που ενεπλάκησαν παλαιότερα ή εμπλέκονται τώρα στην υπόθεση ανωτατοποίησης της θεατρικής εκπαίδευσης σχολιάζουν την αξία της.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 27.03.2023 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς, Ελίνα Γιουνανλή/ Cover graphic design: Ουρανία Κρασσάκη

Από την Άνοιξη της πανδημίας μέχρι σήμερα, η παγκόσμια γιορτή του θεάτρου βρίσκει την ελληνική σκηνή εκτεθειμένη, με σοβαρές εκκρεμότητες. Χωρίς ανάσα, από το ένα σοκ στο άλλο, το φετινό διακύβευμα – που αποδεικνύεται παλιό και χρονίζον – σχετίζεται με τη (μη) αναγνώριση της θεατρικής σπουδής που υπονομεύει απροκάλυπτα η ελληνική Πολιτεία.

Η σημερινή συμβολική γιορτή με αναφορά σε όλες τις σκηνές και τους θεατρικούς καλλιτέχνες του κόσμου, στην Ελλάδα δεν μπορεί παρά να μεταφράζεται σε μια ανανεούμενη αναρώτηση – διεκδίκηση: Ποια είναι αξία της θεατρικής παιδείας;. Αυτή την κεντρική απορία καταθέτουμε σε έξι ανθρώπους του θεάτρου, που ενεπλάκησαν παλαιότερα ή εμπλέκονται τώρα στην υπόθεση διευθέτησης και διεκδίκησης ανωτατοποίησης της θεατρικής εκπαίδευσης.

Ο ‘δάσκαλος’, ηθοποιός, σκηνοθέτης και μέλος της επιτροπής που είχε συστηθεί για την ίδρυση της Ακαδημίας Τεχνών το 2004, Βασίλης Παπαβασιλείου, η θεατρολόγος και διευθύντρια της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου Δηώ Καγγελάρη, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και καθηγητής της Δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, Νίκος Χατζόπουλος και οι σπουδαστές δραματικών σχολών Νικηφόρος Παπαδούδης (Εθνικό Θέατρο), Γιώτα Χνάρη (Ωδείο Αθηνών) και Ειρήνη Χαιρετάκη (Δήλος) καταθέτουν, ο καθένας και η καθεμιά, (με άξονα την προσωπική τους εμπειρία) τη σκέψη τους για την θεατρική παιδεία και την στοχευμένη κρατική της στρέβλωση.

Βασίλης Παπαβασιλείου, ηθοποιός, σκηνοθέτης, καθηγητής στη σχολή Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

@Ελίνα Γιουνανλή.

Η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου είναι μια ώριμη 60άρα κυρία. Θεσπίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν ήμουν έφηβος, Γυμνασιόπαις τότε και την χαιρέτησα στο μαθητικό περιοδικό που εκδίδαμε στο Ά Γυμνάσιο Αρρένων Σερρών. Σήμερα, όπου τα πάντα είναι θέατρο ή σαν θέατρο, θεατρικά ή θεατροειδή στον κόσμο μας, τι νόημα έχει αυτός ο θεσμός, αυτό το έθιμο; Νομίζω τον, εξής, απλό: Να μας υπενθυμίζει ότι υπήρξε μια εποχή που το θέατρο λογιζόταν τέχνη.

Από τη στιγμή, που τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των Τεχνών κατέρρευσαν και στη θέση τους η Έκφραση απελευθερώθηκε, μπορούμε να μιλάμε για μια Παγκόσμια Εκφραστική Δημοκρατία κάτω από την ομπρέλα της οποίας, στεγάζονται όλες οι πρώην τέχνες. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το θέατρο – που έτσι κι αλλιώς ήταν μια αμφιλεγόμενη Τέχνη (θυμίζω ότι για τους αρχαίους Έλληνες θέατρο ήταν το όνομα ενός χώρου κι όχι μιας τέχνης – η τέχνη λεγόταν ποίησις) – μπορεί να πιαστεί από μια σανίδα: Η οικολογία, η ιδιαιτερότητα της ιδρυτικής του συνθήκης, αυτή που στηρίζεται στην φυσική παρουσία των ανθρώπων και την άμεση αισθητηριακή πρόσληψη, το αναγορεύει σε μνήμη πολιτισμού αλλά και για ορισμένους σε ζώσα παρουσία – κάτι σαν τύψη ή δημιουργική ενοχή μέσα στον καθολικό θρίαμβο της απόστασης και της οθόνης.

Βεβαίως, το πρόβλημα στην Ελλάδα έγκειται στο γεγονός πως την γενικότερη μοίρα του θεάτρου ακολουθεί η θεατρική παιδεία· επομένως – από μια άποψη – έχουμε μια θεατρική εκπαίδευση αντίστοιχα προβληματική με τη θεατρική συνθήκη.

Προηγουμένως, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη θεατρική παιδεία θα πρέπει να το κάνουμε σε συνάρτηση με τη γενική παιδεία. Καθώς το τελευταίο εξάμηνο διδάσκω στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής έχω την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με παιδιά – ‘προϊόντα’ ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τί θέση κατέχει στο σύστημα αυτό η Παιδεία – όχι με την έννοια του φροντιστηρίου, αλλά με την έννοια της δημιουργικής απορίας και της όρεξης; Διαπιστώνει κανείς πως η όρεξη για γνώση δεν γεννιέται εκεί που δεν υπάρχουν απορίες ή εκεί όπου υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις φροντιστηριακού χαρακτήρα.

Προτού, λοιπόν, μιλήσουμε για τη θεατρική παιδεία ας κοιτάξουμε την πανωλεθρία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Από αυτό το σημείο παραλαμβάνει το Πανεπιστήμιο και οι δραματικές σχολές για να παράξουν έπειτα 600 ηθοποιούς ετησίως. Η απόδοση κάθε χρονιάς στις δραματικές σχολές μας δίνει 600 ηθοποιούς. Μα πως μετριέται η απόδοση; Με αυτούς που αποφοιτούν κάθε χρόνο ή με αυτούς που είναι παρόντες στο θέατρο μετά από 10 ή 15 χρόνια; Τούτο συμβαίνει επί, περίπου, 40 έτη εφόσον όλοι θέλησαν και απεργάστηκαν την αποτυχία του συστήματος της θεατρικής εκπαίδευσης: Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ – παρά τις φιλότιμες εξαγγελίες Καραμανλή για την ίδρυση της Ακαδημίας Τεχνών.

Το πρόβλημα στην Ελλάδα έγκειται στο γεγονός πως την γενικότερη μοίρα του θεάτρου ακολουθεί η θεατρική παιδεία· επομένως – από μια άποψη – έχουμε μια θεατρική εκπαίδευση αντίστοιχα προβληματική με τη θεατρική συνθήκη

Βλέπετε, κάποιοι από εμάς έχουμε λερώσει τα χέρια μας αναμειγνυόμενοι στο δημόσιο κακό: Στην ιστορία της Ακαδημίας Τεχνών πενταετούς φοίτησης· μια ιστορία που διήρκησε 2.5 χρόνια ως έργο έμπνευσης και προώθησης του, τότε, πρωθυπουργού και υπουργού Πολιτισμού Καραμανλή. Και ενώ φτάσαμε στην διατύπωση σχεδίου νόμου, μετά από 2.5 ολόκληρα χρόνια, μας ανακοίνωσαν ότι το ΥΠΠΟ δεν μπορεί να εποπτεύει τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Αναφέρω τα παραπάνω για να θυμίσω πως γνωρίζω καλά την ανάγκη δίκαιης αναγνώρισης των καλλιτεχνικών σπουδών, πως τη σέβομαι και την στηρίζω. Ξέρετε, κάποτε το θέατρο ήταν μια τέχνη ταπεινή, υπόθεση πολύ ταπεινών ανθρώπων που ζούσαν στο περιθώριο. Ήταν παιδιά ενός κόσμου όπου το θέατρο απαγορευόταν ενώ, αντίθετα, στον δικό μας κόσμο το θέατρο επιβάλλεται. Σήμερα αν δεν κάνεις θέατρο, δεν υπάρχεις – έτσι δεν είναι; Μετά από όλα αυτά, σκέφτομαι ως θεραπεία πάσας νόσου στο θεατρικό πεδίο, αυτό που έχει πει ο ιστορικός και φιλόσοφος Ρενέ Ζιράρ: Πως «το θέατρο πρέπει να τεθεί ξανά υπό απαγόρευση για να γίνει μεγάλο».

Δηώ Καγγελάρη, Διευθύντρια της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ

@Θανάσης Καρατζάς.

«Ηθοποιός», με τα λόγια του Γιαν Κοττ, «είναι να φοράς άλλα πρόσωπα και να υποδύεσαι την ψυχή κάποιου άλλου. Oι νέοι και οι νέες που επιθυμούν να μυηθούν σε αυτή τη συναρπαστική τέχνη εμβαθύνουν στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους στη δραματική σχολή στα μυστικά του ανθρώπινου σώματος και κατ’ επέκτασιν, στα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης».

Η Σχολή είναι μια μικρή κοινότητα από σπουδαστές και σπουδάστριες διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης και διαφορετικής κουλτούρας που ανακαλύπτουν την έννοια της συλλογικότητας και της ευθύνης, συνυπάρχοντας στον ίδιο χώρο από το πρωί ως το βράδυ για μια τριετία.  Μαζί με τις σωματικές και φωνητικές δυνατότητες, καλλιεργείται η ευαισθησία και η φαντασία, ασκείται ο διάλογος με τα κείμενα και ο στοχασμός, η γλώσσα και η μνήμη, και διαμορφώνεται σε πείσμα της γενικής κρίσης μια σκηνική και πνευματική στάση.

Η εκπαίδευση στη σχολή οφείλει να παρέχει τα εφόδια σε όσους και όσες αποφοιτούν να μπορούν να υπηρετήσουν ένα θέατρο αναζητήσεων, όπου θα δοκιμάζουν τη διεύρυνση των δυνατοτήτων τους, αντιστεκόμενοι στην εμπορευματοποίηση και στην αλλοτρίωση

Η κατάρτιση του ηθοποιού σε όλες τις αξιόλογες σχολές του κόσμου προϋποθέτει ολόψυχο δόσιμο και προσωπικές θυσίες. Οι ώρες διδασκαλίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ξεπερνούν κατά πολύ τις 30 ώρες, που προβλέπει το ισχύον πρόγραμμα σπουδών. Τα μαθήματα που διδάσκονται είναι: Yποκριτική, Αυτοσχεδιασμός, Αγωγή του προφορικού λόγου, Χορός, Εκφραστική κίνηση, Ξιφασκία, Παραδοσιακοί χοροί, Θεωρία της Μουσικής, Τραγούδι, Δραματολογία, Ιστορία Θεάτρου, Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ιστορία και Πρακτική Κινηματογράφου, Σκηνογραφία, Ενδυματολογία. Προσφέρονται, επίσης, κύκλοι σεμιναρίων και masterclasses σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Ακριβώς επειδή οι σπουδές είναι ιδιαίτερα απαιτητικές υπήρξε η οργισμένη αντίδραση απέναντι στο Προεδρικό Διάταγμα που ανέσυρε στην επιφάνεια το θέμα της υποβίβασης των πτυχίων – ένα πρόβλημα σε εκκρεμότητα εδώ και δυο δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, φυσικά, η απαξίωση του θεατρικού και, γενικότερα του πνευματικού, αγαθού είναι αποτέλεσμα της πολιτισμικής ευτέλειας μιας κοινωνίας που φθίνει.

Βασική έγνοια όλων των δασκάλων και η δική μου είναι να κατορθωθεί μέσα στη διάρκεια των σπουδών να αναδειχθεί η ουσία της τέχνης του θεάτρου και να κατακτηθεί η συνειδητή χρήση των εκφραστικών μέσων, «η τσαγκαρική», όπως θα διευκρίνιζε μια σπουδαία δασκάλα, η Μάγια Λυμπεροπούλου. Ο ηθοποιός, έλεγε ο Λευτέρης Βογιατζής, πρέπει να μάθει τις ανθρώπινες λειτουργίες από την αρχή. Ευελπιστούμε να προτείνουμε ένα νέο πρόγραμμα σπουδών ως το τέλος αυτού του χρόνου, που να ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις της εκπαίδευσης των ηθοποιών (και σκηνοθετών) του σημερινού θεάτρου.

Η εκπαίδευση στη σχολή οφείλει να παρέχει τα εφόδια σε όσους και όσες αποφοιτούν να μπορούν να υπηρετήσουν ένα θέατρο αναζητήσεων, όπου θα δοκιμάζουν τη διεύρυνση των δυνατοτήτων τους, αντιστεκόμενοι στην εμπορευματοποίηση και στην αλλοτρίωση. Γνωρίζοντας, βέβαια, ότι το εργασιακό τοπίο του θεάτρου δεν είναι στρωμένο με ροδοπέταλα…

Προσωπικά, ως διευθύντρια σπουδών σε μια ιστορική σχολή -θέση που αποτελεί μεγάλη τιμή και ταυτόχρονα μεγάλη ευθύνη- ευελπιστώ στη διαμόρφωση μιας σχολής,  πραγματικό «εργοτάξιο ονείρων», για να θυμηθούμε την έκφραση του Αντουάν Βιτέζ, που θα ενθαρρύνει την ουσιαστική μαθητεία. Βασικό μέλημα  είναι, ταυτόχρονα, η δημιουργία ενός ασφαλούς και συμπεριληπτικού περιβάλλοντος όπου μέσα σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού, χωρίς διακρίσεις, κάθε σπουδαστής και σπουδάστρια να μπορέσει να ανθίσει.

Νίκος Χατζόπουλος, ηθοποιός, σκηνοθέτης, καθηγητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου

@Ελίνα Γιουνανλή

Η αλήθεια είναι ότι η θεατρική εκπαίδευση δεν σταματά ποτέ, όλα τα χρόνια της ενεργού ενασχόλησης ενός ηθοποιού με τη θεατρική πράξη. Μόνο «γράφοντας χιλιόμετρα στο κοντέρ» μπορεί ο ηθοποιός να τελειοποιήσει την τέχνη του, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να κατανοήσει πληρέστερα την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, να εμπλουτίσει τις αποσκευές του. Αρκεί να το θέλει, βέβαια, διότι υπάρχουν και ηθοποιοί που αρκούνται στα ελάχιστα. Τυπικά, και με βάση τη νομοθεσία, για να συντελεστεί η παραπάνω διαδικασία δεν απαιτούνται σπουδές. Αυτό ισχύει από το 1981, όταν καταργήθηκε η λεγόμενη «άδεια ασκήσεως επαγγέλματος». Θυμάμαι τότε που άρχισαν οι ιερεμιάδες, ότι «το θέατρο θα καταντήσει ξέφραγο αμπέλι» και ότι «θα βγουν στη σκηνή όλα τα μοντέλα και οι ερασιτέχνες».

Κι όμως, αν κοιτάξει κανείς το τοπίο των τελευταίων δεκαετιών, θα δει ότι αυτές οι περιπτώσεις παρέμειναν ελάχιστες. Οι σχολές όχι μόνο δεν μαράζωσαν, αλλά πλήθυναν. Το αν αυτό είναι καλό ή κακό, καθώς και οι αιτίες του πρωτοφανούς θεατρικού πληθωρισμού, είναι μια άλλη, πολύ σοβαρή συζήτηση. Πάντως, σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί σήμερα αναγνωρίζουν την αξία της αρχικής τριετούς εκπαίδευσης σε μια σχολή.

Καμιά σχολή δεν βγάζει «τελειωμένους» ηθοποιούς – δεν προλαβαίνει άλλωστε. Αλλά αυτό που οφείλει να δώσει μια σχολή στον σπουδαστή είναι η συνειδητοποίηση των απαιτήσεων που έχει η επαγγελματική σχέση με το θέατρο. Είναι το άνοιγμα της φαντασίας και της αντίληψης πάνω στις μορφές που μπορεί να πάρει η θεατρική πράξη. Είναι η επίγνωση των τεχνικών δυνατοτήτων, δεξιοτήτων και ελλείψεων που μπορεί να έχει και ο τρόπος για να τις καλλιεργήσει. Είναι ένας βομβαρδισμός ερεθισμάτων, συχνά ετερόκλητων, που θα τα επεξεργαστεί στην πορεία. Είναι ο τρόπος μελέτης και εμβάθυνσης των κειμένων. Είναι η γνώση της ιστορίας αυτής της τέχνης. Είναι η ευαισθητοποίηση απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει. Είναι ένα ψυχικό άνοιγμα που θα διώξει φόβους και αναστολές, αλλά και μια διαρκής αμφισβήτηση που θα κλονίσει βεβαιότητες και εφησυχασμούς. Είναι η επίγνωση ότι όλα κατακτούνται μέσα από επίμονη και συστηματική δουλειά.

Αυτό που οφείλει να δώσει μια σχολή στον σπουδαστή είναι η συνειδητοποίηση των απαιτήσεων που έχει η επαγγελματική σχέση με το θέατρο. Είναι το άνοιγμα της φαντασίας και της αντίληψης πάνω στις μορφές που μπορεί να πάρει η θεατρική πράξη

Και κάτι πολύ σημαντικό: H διαθεσιμότητα για συνεργασία. Τουλάχιστον, η σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πάνω σ’ αυτό το τελευταίο εστιάζει εδώ και αρκετά χρόνια: Στο ότι η σκηνή είναι ο κατεξοχήν χώρος της ομαδικότητας και της αλληλεξάρτησης.

Είναι αλήθεια ότι ο «πολύς κόσμος» δεν τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά. Επειδή δεν υπάρχει αυτό που λέμε «διδακτέα ύλη», πιστεύουν ότι όλα είναι θέμα ταλέντου, γι’ αυτό και πολλοί μένουν στην αφελή απορία «πώς μαθαίνουμε τόσα λόγια». Απότοκα μιας ελλιπούς, στεγνής και χρησιμοθηρικής παιδείας, η οποία συνεχίζει να διαπλάθει πολίτες που κυνηγούν μόνο το όνειρο της ατομικής ευμάρειας και περιφρονούν οτιδήποτε συλλογικό, όπως τον πολιτισμό. Δυστυχώς, έχω πολλά προσωπικά βιώματα απαξίωσής μου επειδή είμαι σ’ αυτόν το χώρο.

Βέβαια, δεν λειτουργούν όλα ρολόι. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου ο έλεγχος των σχολών από το Υπουργείο Πολιτισμού είναι άκρως πλημμελής, όπου το Υπουργείο Παιδείας δεν τις αναγνωρίζει ως εκπαιδευτικούς οργανισμούς, και όπου, ελλείψει ειδικής εκπαίδευσης πάνω στο αντικείμενο, οι διδάσκοντες μεταφέρουν απλώς την πολύ εξατομικευμένη προσωπική τους εμπειρία (και όσοι ισχυρίζονται ότι διδάσκουν κάποιο «σύστημα», οι περισσότεροι έχουν πολύ επιδερμική γνώση αυτού του συστήματος).

Μέσα σ’ αυτό το χάος, λοιπόν, καθήκον και έγνοια ενός δασκάλου, κατά τη γνώμη μου, είναι να ευαισθητοποιήσει τους μαθητές απέναντι σ’ όλα τα παραπάνω, και να προσπαθήσει να πλάσει ηθοποιούς σκεπτόμενους, με κρίση και ικανότητα επιλογής, και όχι αντίγραφα του εαυτού του. Και να μην ξεχνά ότι προορισμός των νέων είναι να καταρρίψουν τους παλιούς, αφού όμως πρώτα γνωρίσουν καλά τι πρεσβεύουν οι παλιοί.

Νικηφόρος Παπαδoύδης, σπουδαστής Γ΄ έτους στο τμήμα Σκηνοθεσίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου

@Θανάσης Καρατζάς.

Ομολογώ πως προετοιμαζόμουν γι’ αυτή την σπουδή πολλά χρόνια, διότι στην οικογένεια μου θεωρούσαν το να γίνεις καλλιτέχνης τον σημαντικότερο προορισμό ενός ανθρώπου στη ζωή. Ο καλλιτέχνης-δημιουργός εναλλακτικών τρόπων συγκίνησης, ευκαιριών δηλαδή ο κόσμος να προβληματιστεί, να έρθει κοντά, να θυμηθεί πόσο απλή ήταν η ζωή και πως μπορεί να ξαναγίνει, σε ένα νέο χώρο όπου ο χρόνος παύει, όπου τα όνειρα είναι πιο δυνατά από την πραγματικότητα.

Δεκαέξι χρόνια στο Ωδείο, σπούδασα ακορντεόν και πιάνο. Έμαθα να πειθαρχώ και να οργανώνω καλλιτεχνικά τον χρόνο μου, έπειτα σπούδασα νομικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτές οι δύο εμπειρίες με διαμόρφωσαν και με προετοίμασαν για να γίνω δεκτός στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο κέντρο των θεατρικών εξελίξεων από το πρώτο μέχρι τώρα στο τρίτο έτος. Σκάνδαλα, παραιτήσεις, καλλιτεχνικές επιλογές, αμέτρητοι καθηγητές και μαθήματα, σε ένα πρόγραμμα εντατικό από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ.

Δεν μπόρεσα, ωστόσο, ποτέ να καταλάβω για ποιό λόγο επιλέγεται αυτό το μοντέλο. Για ποιο λόγο η μοναδική κρατική σχολή σκηνοθεσίας δεν αρθρώνει μία εναλλακτική. Γιατί δεν γίνεται η «ελληνική εξαίρεση» της υποβάθμισης της σχολής μας από το κράτος, της μη αναγνώρισης του πτυχίου μας, η αφορμή να ακούσουμε την κοινωνία, ακούγοντας πρώτα τις ανάγκες των σπουδαστών και δημιουργώντας αυτόν το νέο χώρο, μέσα στον οποίο θα γεννηθούν οι νέοι καλλιτέχνες; Πολλές φορές σκέφτομαι, πως ενώ ο χρόνος της εκπαίδευσης σε μια τέχνη είναι ιερός και λιγοστός, δυστυχώς, εμπνεόμαστε από μεγάλες φιγούρες της Ελλάδας, οι οποίοι αυτοδίδακτοι μπόρεσαν να βρουν τα δικά τους εργαλεία για να εκφραστούν.

Σε μια τοποθέτηση μου στο Τσίλερ, ακούστηκα δυσάρεστος. Είπα πως το θέατρο σήμερα δεν μας αρέσει, δεν μας συγκινεί, πως ο καλλιτεχνικός κόσμος έχει αποπολιτικοποιηθεί, δεν έχει σχέσεις με την κοινωνία. Θεωρώ αυτή μου την συνειδητοποίηση, το μεγαλύτερο επίτευγμα της καλλιτεχνικής μου εκπαίδευσης, το πως οδηγήθηκα, δηλαδή, στην αμφισβήτηση όχι μόνο του περιεχομένου, αλλά και του πλαισίου μέσα στο οποίο παρουσιάζεται το έργο. Μέσα στη σχολή μου δόθηκε ακριβώς η ευκαιρία να γνωρίσω ακριβώς εκείνα τα άτομα, τους δασκάλους και τις συνθήκες, που με ενέπνευσαν να προσπαθήσω να γίνω ο καλλιτέχνης που θέλω.

Ο χώρος της τέχνης και της κοινωνίας σε απόλυτη συγχώνευση, η σημασία της πολιτικής στην καθημερινότητά μου ως σπουδαστή και το αίσθημα της μικροκοινότητας στο Σχολείον της Ειρήνης Παπά, με οδήγησαν γρήγορα να καταλάβω πως τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της σπουδής μου θα τα λάβω στην επαφή μου με την καθαρίστρια Τατιάνα, ή με την Ινώ και την Χρυσούλα που δουλεύουν στην γραμματεία.

Σίγουρα, δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν πριν, γιατί η σχολή μας μετατράπηκε σ’ ένα συναισθηματικό και μαζί πολιτικό χώρο, γιατί για πρώτη φορά μου γεννήθηκε η ελπίδα ότι η φαντασία θα κερδίζει πάντα, γιατί βίωσα την κατάληψη – εκτός από κοινωνικό και σαν πολιτιστικό γεγονός

Και μετά ήρθε η κατάληψη, στην οποία προχώρησε ο σύλλογος μας, μετά από διαδικασίες ζύμωσης, ακρόασης και αντιπαράθεσης, δηλαδή μέσα από άκρως δημιουργικές και ζωντανές διαδικασίες. Κι εκείνη τη στιγμή, όσες φορές κι αν περιφρόνησα το γεγονός πως η πλειοψηφία των συσπουδαστών μου μπορεί να μην είχαν λεφτά για να βγάλουν ούτε την ημέρα, όσες φορές κι αν παραγνώρισα το γεγονός πως τα ταξικά κριτήρια υπήρχαν μέσα στη σχολή και επηρέαζαν το αποτέλεσμα της «σπουδής» του καθενός, αναγκάστηκα να αντιληφθώ πως ακριβώς η συμπερίληψη αυτών των ζητημάτων της ομάδας μου, θα μου έθετε νέα δεδομένα για την καλλιτεχνική μου σκέψη και δράση.

Τότε σκέφτηκα και το «Σε σάς που μας ακούτε»· δεν ήταν απλά μία παράφραση της Λούλας Αναγνωστάκη και του έργου της, ήταν ακριβώς η συνάντηση του πολιτικού μας αιτήματος αλλαγής, και της τέχνης που πιστεύαμε πως θα προτείνουμε τα επόμενα χρόνια.

Μετά από δύο χρόνια σπουδής, για πρώτη φορά, καταλαβαίνω τη σημασία της συμμετοχής στον δημόσιο λόγο μέσα από την τέχνη αλλά και την αναγκαιότητα της συλλογικότητας στις μέρες μας, αξίες που δυστυχώς μέσα στο πρόγραμμα της σχολής δεν ενυπήρχαν μέχρι σήμερα. Σίγουρα, δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν πριν, γιατί η σχολή μας μετατράπηκε σ’ ένα συναισθηματικό και μαζί πολιτικό χώρο, γιατί για πρώτη φορά μου γεννήθηκε η ελπίδα ότι η φαντασία θα κερδίζει πάντα, γιατί βίωσα την κατάληψη – εκτός από κοινωνικό και σαν πολιτιστικό γεγονός.

Επιθυμώ να συνεχίσω τις σπουδές μου μετά την σχολή, ιδιαίτερα στο μουσικό θέατρο, με το οποίο θέλω να ασχοληθώ, αν και πιστεύω πως το «πείραμα» του σκηνοθετικού τμήματος στο οποίο συμμετείχα με έχει ήδη διαμορφώσει. Οι απόφοιτοι/τες του τμήματός μου, που ήδη εκφράζονται σε σκηνές της Αθήνας, καθώς και οι νέοι καλλιτέχνες που γνώρισα στις καταλήψεις με γεμίζουν αισιοδοξία πως δημιουργείται ένα πυρήνας σκηνοθετών και ηθοποιών-δημιουργών που έχει επαφή με την κοινωνία και θα παλέψει ενάντια στο brain drain των καλλιτεχνών. Αν κάτι έμαθα από την θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα, είναι πως δεν «επιτρέπεται» να πάψεις ποτέ να ονειρεύεσαι. Μεγάλη κατάκτηση.

Γιώτα Χνάρη, σπουδάστρια Γ’ έτους της δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών

@Θανάσης Καρατζάς.

Τα ερεθίσματα που με οδήγησαν στο να στραφώ στη δραματική σχολή, δημιουργήθηκαν μέσα από την ύπαρξη μου στον χώρο του Πανεπιστημίου. Αστείο; Ούσα φοιτήτρια – στο τμήμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών στο Ηράκλειο της Κρήτης – συμμετέχοντας σε φοιτητικές θεατρικές ομάδες, άρχισα να αναζητώ τον εαυτό μου κι έναν τρόπο να έχω έναν καθαρό στόχο, να υπάρχω αλλιώς, διαφορετικά από αυτόν που είχε καλλιεργηθεί μέσα μου στο σύστημα στο οποίο μεγάλωνα. Είχα την αίσθηση μιας ανελευθερίας επιλογών· ή μάλλον δεν ήξερα πως υπάρχουν και άλλες επιλογές….

Τα Μαθηματικά ήταν η επιλογή που μπορούσα να φανερώσω στα 18 μου, στους γονείς μου και στον περίγυρο μου. Το πανεπιστήμιο ή η φοιτητική ζωή, είναι ένας χώρος που με διαμόρφωσε και μου επέτρεψε να σκεφτώ ελεύθερα για εμένα, να με φανταστώ σε κάτι που όντως επιθυμώ. Γιατί το να ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο είχε μπει στην κατηγορία του «ονείρου». Όσο περνούσε ο χρόνος, τόσο αντιλαμβανόμουν πως έπρεπε να βρεθώ σε έναν δρόμο που έχει να κάνει με τη θεατρική και καλλιτεχνική πράξη, για να μπορώ να υπάρξω. Μακάρι ο κόσμος των μαθηματικών – που κατά τα άλλα είναι απόλυτα συναρπαστικός και σε συνάφεια με την τέχνη – να ανοιγόταν μπροστά μου έτσι, μέσα σε αυτό το στείρο σύστημα.

Η εκπαίδευση μας, θεατρική ή μη, οφείλει να είναι ελεύθερη. Θέλοντας να περάσεις σε μια σχολή και να σπουδάσεις θέατρο, πρώτα ζεις την φήμη της εμπειρίας που θα αποκτήσεις και αν είσαι τυχερή και καταφέρεις να περάσεις σε κάποια πολυπόθητη σχολή, είσαι επιτέλους μέρος αυτού του «κόσμου» στον οποίο ήθελες να ενταχθείς. Συγκεκριμένα, εγώ που πέρασα στη δραματική του Ωδείου Αθηνών, ξεκίνησα τη σπουδή μου στη διάρκεια της πανδημίας, μέσα από το διαδίκτυο σε μια εποχή έντονου κοινωνικού αναβρασμού. Δείγματα πρώτων μαθημάτων μας ήταν συναντήσεις στα πάρκα, με ανθρώπους που έβλεπα για καιρό μέσα από ‘τετραγωνάκια’.

«Παρανομούσαμε» για να βρεθούμε, να γνωριστούμε και να φανταστούμε πώς θα σπουδάζαμε «κανονικά». Η κανονικότητα, βέβαια, φέτος αποδείχθηκε πως δεν ήταν… κανονικότητα. Η σπουδή μας στη δραματική σχολή τελικά οφείλει να είναι πολλά περισσότερα από δωδεκάωρα σε, κεκλεισμένων των θυρών, αίθουσες. Μόνο και μόνο για να ανταπεξέλθεις στον φρενήρη ρυθμό της δραματικής σχολής, πρέπει να μάθεις να συγκροτείς την προσωπικότητα σου σε σχέση με τους άλλους, τις απαιτήσεις των μαθημάτων και την επιτακτική ανάγκη να καταλάβεις, τι είναι το θέατρο και πώς θες να το κάνεις. Αυτό με έχει αλλάξει, αλλά πιο πολύ μου δημιουργεί συνεχώς την επιθυμία της αλλαγής.

Η τριετής φοίτηση, περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα σπουδών, το οποίο βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε σχολής. Δηλαδή, παρόλο που υπάρχει μια γραμμή από το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν υπάρχει σταθερό πρόγραμμα σπουδών. Επομένως, δεν υπάρχει αν θέλετε μια κληρονομιά, μια αίσθηση πολιτισμού και σοβαρής σπουδής του θεάτρου στην Ελλάδα, πόσο μάλλον και σε σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι στην εποχή μας. Δεν υπάρχει μέριμνα σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν. Κάνουμε μαθήματα υποκριτικής, τραγουδιού, κίνησης, οπλομαχητικής, θεωρητικά μαθήματα, δραματολογία, εικαστικά, λογοτεχνία, ιστορία τέχνης… Οι ώρες που περνάμε στη σχολή – κατά μέσο όρο – είναι γύρω στις δέκα, συν τις πρόβες μας, περίπου έξι μέρες την εβδομάδα και σε δύσκολες περιόδους είναι καθημερινή η απασχόληση. Οι προκλήσεις είναι πολλές. Σπουδάζοντας την οποιαδήποτε τέχνη, έρχεσαι σε ένα διαρκή διάλογο σε σχέση με τον κόσμο στον οποίο υπάρχεις και στον κόσμο στον οποίο θα ήθελες να υπάρχεις. Οι απαιτήσεις που έχεις κυρίως από τον ίδιο σου τον εαυτό, να ‘ταΐσεις’ τον καλλιτέχνη μέσα σου, αυξάνονται και αποκτούν ζωτική σημασία στην καθημερινότητα σου. Είναι η ζωή μας.

Το να σπουδάζεις θέατρο προϋποθέτει την παρατήρηση, τη συνύπαρξη, την αίσθηση της ομάδας. Τι είναι όμως όλα αυτά, αν δεν υπάρχει όντως η δράση μέσα τους; Η δράση στο θέατρο, στη σκηνή, είναι πάντα μια αντίδραση. Το να είναι κανείς ενεργός πολίτης καλλιεργείται, όπως και το να είναι καλλιτέχνης. Κανένα σύστημα εκπαιδευτικό απ’ όσα έχω μέχρι τώρα συναντήσει, δεν μ’ έχει κάνει ενεργό πολίτη

Το διάστημα πριν τις κινητοποιήσεις φαντάζει μακρινό και από άλλο κόσμο. Οι κινητοποιήσεις για μένα ξεκίνησαν στο πρώτο έτος, όπου ήρθα αντιμέτωπη με μια παράλογη πραγματικότητα, έναν χώρο μη σπουδής. Επομένως, αυτό που συνέβη φέτος ήταν η συνέχεια αυτού του αγώνα, που είχε μεγαλώσει μέσα μας πίσω από τις κάμερες του zoom και περίμενε να ξαναέρθει στην επιφάνεια. Η θεατρική παιδεία είχε ανοίξει τη σκέψη μου αλλά μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, το οποίο είναι μεν χρήσιμο, αλλά είναι εσωτερικής κατανάλωσης.

Το να σπουδάζεις θέατρο προϋποθέτει την παρατήρηση, τη συνύπαρξη, την αίσθηση της ομάδας. Τι είναι όμως όλα αυτά, αν δεν υπάρχει όντως η δράση μέσα τους; Η δράση στο θέατρο, στη σκηνή, είναι πάντα μια αντίδραση. Το να είναι κανείς ενεργός πολίτης καλλιεργείται, όπως και το να είναι καλλιτέχνης. Κανένα σύστημα εκπαιδευτικό απ’ όσα έχω μέχρι τώρα συναντήσει, δεν μ’ έχει κάνει ενεργό πολίτη – αντιθέτως μ’ έχει αναγκάσει να αντιδράσω, άρα που καταλήγουμε; Μέσα από το φόβο, τις τρομοκρατικές διαδικασίες, την αμφιβολία εξελισσόμαστε σε βίαιους και εσωστρεφείς ανθρώπους, χωρίς πίστη. Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό και γι’ αυτό θα συνεχίσω να αντιδρώ, άρα να δρω. Γι’ αυτό, παλεύουμε και ελπίζουμε και οι δραματικές σχολές ν’ αποτελέσουν χώρο ιδεών, ζύμωσης και διαλόγου των νέων καλλιτεχνών.

Κάπου εδώ έρχεται και η απαξίωση της θεατρικής παιδείας και του θεάτρου γενικότερα. Είναι δύο πράγματα αλληλένδετα. Η θεατρική παιδεία έχει να κάνει και με το πόσο υπάρχει κοινωνικά το θέατρο στην Ελλάδα- υπάρχει; Ποια παιδιά βλέπουν θέατρο με τους γονείς τους και πόσο συχνά; Είναι ένα ζήτημα πολιτικό, άμεσα συνδεδεμένο με την «θεατρική εκπαίδευση». Μαθαίνουμε στο σχολείο για την θεατρική πολιτισμική μας κληρονομιά, επισκεπτόμαστε χώρους θεάτρου, αλλά με απόλυτα θεωρητική και στείρα οπτική. Είναι σαν να παρατηρούμε χωρίς να εμπλεκόμαστε ουσιαστικά, είναι κάτι που λείπει από τα παιδιά, άρα και από εμάς ως νεαρούς ενήλικες. Δεν είμαστε ελεύθεροι να ταξιδέψουμε μέσα στην καλλιτεχνική μας ύπαρξη, δύναμη που, αδιαμφισβήτητα, έχουμε όλοι οι άνθρωποι.

Ειρήνη Χαιρετάκη, σπουδάστρια Γ’ έτους της δραματικής σχολής «δήλος»

@Θανάσης Καρατζάς.

Είμαι τριτοετής φοιτήτρια της Ανώτερης Δραματικής Σχολής «δήλος», καθώς και απόφοιτη του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών Ναυπλίου. Η ενασχόληση μου με το θέατρο ήρθε σαν ένας εφηβικός έρωτας, απρόοπτα. Ήταν, θυμάμαι, η πρώτη παράσταση που συμμετείχα· με παρέσυρε η δυνατότητα για ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων, η οποία έπαιξε ρόλο στις μελλοντικές μου επιλογές.

Γράφω αυτό το κείμενο μετά από μια, συναισθηματικά, φορτισμένη μέρα, καθώς το σήμερα το πρωί, Πέμπτη 23/3, ο Συντονισμός Σπουδαστριών/ών Δραματικών Σχολών, παρέδωσε το κτίριο Τσίλλερ στη διοίκηση του Εθνικού με απόφαση από το σώμα για λήξη της κατάληψης. («Ο επαναστάτης είναι ένας ακροβάτης του ονείρου» – σύνθημα Γαλλικού Μάη ‘68). Φύγαμε από το κτίριο με ψηλά το κεφάλι, κλαίγαμε αγκαλιασμένοι και είχαμε τις γροθιές μας ψηλά: ‘Ηταν η στιγμή που συνειδητοποιήσαμε ότι γράφουμε ιστορία. Αισθανθήκαμε ότι παρόλο που φεύγουμε, επιτέλους, το Εθνικό Θέατρο είναι σπίτι μας, κερδίσαμε μια θέση εκεί μέσα. Όλα αυτά τα καταφέραμε μαζί. Το «μαζί» στο θέατρο είναι η πιο δύσκολη συνάντηση.

Η κατάληψη του θεάτρου Τσίλλερ υπήρξε κέντρο αγώνα για 50 ημέρες και το σπουδαστικό καλλιτεχνικό κίνημα, με τεράστια αγάπη και απόλυτο σεβασμό προς το Εθνικό Θέατρο κράτησε τις πόρτες του ανοιχτές προς το λαό, με αλλεπάλληλες δράσεις μέσα και έξω από αυτό, ανοίγοντας τον διάλογο με όλες/ους. Το Εθνικό Θέατρο τις ημέρες της κατάληψης, φιλοξένησε συναυλίες, προβολές ταινιών, παραστάσεις από τους σπουδαστές δραματικών σχολών, αντιμαθήματα, ανοιχτές συζητήσεις με καλλιτέχνες, αρχαιολόγους, φοιτητικούς συλλόγους και τον κόσμο που ένιωσε την ανάγκη να βρεθεί μέσα σε ένα Εθνικό πιο ανοιχτό από ποτέ. Αυτό είναι και το θέατρο που επιθυμώ να κάνω: Ένα θέατρο ανοιχτό για όλους που έχει στόχο να χτυπήσει στην καρδιά του θεατή. Ένα θέατρο που διδάσκει πως ν’ αγαπάς, σε προικίζει με αληθινές αισθήσεις και συναισθήματα. Μια τέχνη που διεγείρει, οξύνει, ταξιδεύει. Οδηγεί στην αιώρηση. («Δεν θα επαναστατήσουν, αν δεν συνειδητοποιήσουν και δεν θα συνειδητοποιήσουν αν δεν επαναστατήσουν», Τζορτζ Όργουελ).

Η Τέχνη θα έπρεπε να είναι η βάση της Παιδείας, τα προβλήματα στην δημόσια εκπαίδευση προκύπτουν από τον περιορισμό των καλλιτεχνικών μαθημάτων, τα οποία αποτελούν πολυπρισματικές εστίες μάθησης και καλλιέργειας

Δυστυχώς, η Πολιτεία απαξιώνει πλήρως την υπόσταση μας ως καλλιτέχνες, ως σπουδαστές/στριες, ως ανθρώπους. Απλήρωτη εργασία και ελάχιστες απολαβές, οδηγούν τους ηθοποιούς να απασχολούνται σε άλλες δουλειές, χωρίς να μπορούν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στην Τέχνη τους. Κατά συνέπεια, η ουσιαστική παρουσία πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργία στη χώρα μας, λιγοστεύει. Η πραγματική Τέχνη μπορεί να συμβάλλει σε μια πιο ποιοτική ζωή, με αισθητικές μορφές που τρέφουν την ψυχή και την προσωπικότητα του θεατή.

Σε συνέχεια αυτού, η Τέχνη θα έπρεπε να είναι η βάση της Παιδείας, τα προβλήματα στην δημόσια εκπαίδευση προκύπτουν από τον περιορισμό των καλλιτεχνικών μαθημάτων, τα οποία αποτελούν πολυπρισματικές εστίες μάθησης και καλλιέργειας.

Οι σπουδαστές/στριες δραματικών σχολών ακολουθούμε ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα σπουδών. Με προσωπικές θυσίες και ατομικούς περιορισμούς. Καθημερινά αφιερώνουμε στη σπουδή μας 12 ώρες για να δώσουμε σάρκα στην Τέχνη μας, τα οποία χρειάζονται εξαιρετική συγκέντρωση. Πολλοί/ές από εμάς, συμπεριλαμβανομένης και εμού, αναγκαζόμαστε να εργαζόμαστε τις ελάχιστες ώρες που μας μένουν για ζωή, διακινδυνεύοντας την υγεία μας· και όλα αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη βασικών φοιτητικών δικαιωμάτων. Είναι σαφές πως δεν αναγνωρίζονται οι τριετείς, εντατικές σπουδές μας, με αποτέλεσμα να υποβιβαζόμαστε σε αποφοίτους Λυκείου. Ύστερα, ως απόφοιτοι Λυκείου δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε κάνοντας μεταπτυχιακό.

Πιστεύω ότι η νέα γενιά δεν θα ανεχτεί άλλη μια τέτοια πράξη υποτίμησης και περιφρόνησης των καλλιτεχνών. Ζητάμε από την Πολιτεία να έχουμε τη δυνατότητα να σπουδάσουμε σε ένα Ανώτατο ίδρυμα, δημόσιο και δωρεάν, το οποίο θα εξασφαλίζει και την ανάλογη ποιότητα σπουδών.

Η υποβάθμιση των σπουδών μας και του Πολιτισμού ευρύτερα δεν ήρθε εν κενώ. Ήρθε σε μια γενικότερη συνθήκη εξαθλίωσης και υποβάθμισης των ζωών μας. Με την φτωχοποίηση, την αστυνομοκρατία, την εργασιακή εκμετάλλευση, την ιδιωτικοποίηση σε όλα τα κοινωνικά πεδία. Το θέατρο σήμερα έχει πιο πολύ νόημα από ποτέ, ζει σε άλλο χρόνο, δεν ζει στην εποχή που γίνονται όλα γρήγορα και βίαια· αυτό απαιτεί μια διαδικασία η οποία είναι αργή και επίπονη.

Η υποτίμηση του πολιτισμού, είναι ζήτημα όλης της κοινωνίας. Το θέατρο είναι η ύψιστη πολιτική πράξη. Ονειρεύομαι ένα θέατρο για όλους. («Αν είναι τέχνη τότε δεν είναι για όλους. Αν όμως δεν είναι για όλους, τότε ίσως ακόμη δεν έγινε Τέχνη». Α.Σόμπεργκ).

Περισσότερα από Art & Culture