MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
25
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ο Βέρθερος της ΕΛΣ αναβιώνει με “αστέρια” της διεθνούς σκηνής

Η ιστορική σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου αναβιώνει με την Ανίτα Ρατσβελισβίλι και τον Φρανσέσκο Ντεμούρο στους εμβληματικούς ρόλους της όπερας του Μασνέ. Μια ματιά στο πλούσιο βιογραφικό τους.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 17.03.2023

Σχεδόν μια δεκαετία μετά την τελευταία σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου για το λυρικό θέατρο, ο «Βέρθερος» του Ζυλ Μασνέ – η δημοφιλής όπερα του γαλλικού ρεπερτορίου – αναβιώνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Μια ‘επιστροφή’ (πρεμιέρα 23 Μαρτίου για έξι παραστάσεις) που είχε προβλεφθεί πολύ νωρίτερα από τον οργανισμό αλλά η πανδημία ανέτρεψε τους αρχικούς προγραμματισμούς και η αναβίωση εκπληρώνεται τώρα, έξι χρόνια μετά το θάνατο του οραματιστή σκηνοθέτη.

Πολλά έχουν αλλάξει γι’ αυτήν την προσέγγιση. Εκτός από αυτή του Σπύρου Ευαγγελάτου, καταγράφεται μια ακόμα σημαντική απώλεια: Ο σκηνογράφος και σταθερός συνεργάτης του, Γιώργος Πάτσας ο οποίος πέθανε το 2018. Ο Καναδός Ζακ Λακόμπ αναλαμβάνει τη μουσική διεύθυνση που τότε υπέγραφε ο Ηλίας Βουδούρης. Η κορυφαία μεσόφωνος Ανίτα Ρατσβελισβίλι ερμηνεύει τη Σαρλότ – ρόλο που στην πρώτη παράσταση είχε η Ειρήνη Καραγιάννη ενώ ως Βέρθερος έρχεται ο Ιταλός Φρανσέσκο Ντεμούρο – αντί του Γάλλου Ζαν Φρανσουά Μπορράς του 2014.

Ωστόσο, ο χιμαιρικός έρωτας του Βέρθερου – πάνω στο ρομαντικό μυθιστόρημα του Γκαίτε που ο Μασνέ έγραψε σε συνεργασία με ποιητές της εποχής του – εξακολουθεί να καθηλώνει. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είχε δηλώσει, πίσω στο 2014, πως στόχος του ήταν να προβάλλει την κορυφαία στιγμή του πάθους που ακυρώνει τα πάντα και την δυναμική με την οποία τη βιώνουν τα πρόσωπα. Οι σημερινοί πρωταγωνιστές της παράστασης έχουν όλα τα εχέγγυα να τον δικαιώσουν.

Η Ανίτα Ρατσβελισβίλι, η Γεωργιανή σταρ της όπερας στο ρόλο της Σαρλότ

@Dario Acosta

Η Τυφλίδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και στην καρδιά της πρώην Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Εκεί θα γεννιόταν μια από τις σπουδαιότερες μέτζο σοπράνο του πλανήτη, όπου έμελλε να ζήσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήταν έξι χρονών όταν κατέρρευσε η Ένωση, αφήνοντας στο χάος όλες τις τότε, σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Η Ανίτα Ρατσβελισβίλι ανακαλεί εκείνες τις μνήμες με μελαγχολία: Υπήρξαν μεγάλες περίοδοι όπου το φαγητό δεν έφτανε για όλους, όπου το ηλεκτρικό ρεύμα και το καθαρό νερό ήταν πολυτέλεια. Ήταν, όμως, και η ίδια περίοδος που θα ξεκινούσε μαθήματα πιάνου με δασκάλα τη μητέρα της – γόνος οικογένειας μουσικών γαρ. Η μουσική, το τραγούδι και ο χορός ήταν η μοναδική ακτίδα ελπίδας μέσα στην απόλυτη ένδεια και αυτό μοιάζει να έγινε οδηγός ζωής και επιβίωσης για την Ρατσβελισβίλι. Στην πραγματικότητα, έγινε και η διέξοδος της σε ένα μέλλον που δεν είχε καν φανταστεί. Βέβαια, η όπερα άργησε αρκετά να μπει στη ζωή της· μέχρι το βράδυ που παρακολούθησε τον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ στην όπερα της Τυφλίδας. Ενθουσιασμένη από την ομορφιά και τον πλούτο του λυρικού κόσμου, αποφάσισε πως εκεί θέλει να ανήκει. Ξεκίνησε λοιπόν, να σπουδάζει στην Ακαδημία της Σκάλας του Μιλάνου.

Πρωταγωνίστρια σε μια μέρα

Ήταν το 2009, όταν ως φοιτήτρια της σχολής συμμετείχε στην ακρόαση της «Κάρμεν», παραγωγής που θα άνοιγε το ρεπερτόριο του κορυφαίου μιλανέζικου λυρικού θεάτρου το ίδιο φθινόπωρο. Η παράσταση θα ανέβαινε σε μουσική διεύθυνση του Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, της πιανιστικής αυτής μορφής του διεθνούς στερεώματος, ο οποίος έμεινε έκθαμβος με τη φωνή της τόσο, που αναπροσάρμοσε τη διανομή: Η 25χρονη θα έπαιρνε το ρόλο της Κάρμεν και μάλιστα στο πλευρό του Γιόνας Κάουφμαν, ήδη χαρακτηρισμένου ως «βασιλιά των τενόρων». «Η Κάρμεν μου άλλαξε τη ζωή, άλλαξε τα πάντα. Από μια φτωχή φοιτήτρια που ήμουν, εξελίχθηκα σε μια από τις πιο διάσημες λυρικές τραγουδίστριες. Και είναι περίεργο να μιλάω έτσι για τον εαυτό μου, αλλά είναι γεγονός ότι σήμερα μπορώ να ερμηνεύω αυτόν τον ρόλο μαζί με άλλους στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου» (συνέντευξη στο ΑΠΕ, 2018, Νάντια Μπακοπούλου).

Αυτή ήταν η αρχή μιας λαμπρής καριέρας. Η δε απόδοση της στο ρόλο της Κάρμεν την έκανε παγκόσμια γνωστή και την ταξίδεψε στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της υφηλίου: Από τη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, στην Deutsche Oper του Βερολίνου, στη Bavarian State Opera του Μονάχου, στην ‘Οπερα του Παρισιού και του Λονδίνου, στην Όπερα του Σιάτλ και του Σαν Φρανσίσκο, στο Βασιλικό Θέατρο στο Τορίνο, στην Canadian Opera Company. Στη Met εξάλλου, απέσπασε κι ένα «τίτλο τιμής» όταν ο μαέστρος Ρικάρντο Μούτι (που διηύθυνε το ανέβασμα της «Κάρμεν») χαρακτήρισε την Ρατσβελισβίλι ως «την καλύτερη μεσόφωνο του πλανήτη στις μέρες μας».

Κι ήταν η ηρωίδα του Μπιζέ που την πρωτοέφερε στην Ελλάδα, το 2018 σε ένα συναρπαστικό ντεμπούτο στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία του Στίβεν Λάνγκριτζ, καλεσμένη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Αυτή ήταν και η εκκίνηση του δεσμού της με την ΕΛΣ, αφού δύο χρόνια αργότερα και μέσα στην παγκόσμια σύγχυση της πανδημίας έλαμψε σε μια συναυλία που διοργανώθηκε στην Ρωμαϊκή Αγορά όπου η φωνή της κορυφαίας μέτζο έφτανε σε όλο τον κόσμο (σε διαδικτυακή μετάδοση) μέσα από δημοφιλείς άριες σε όπερες των Βέρντι, Τσιλέα, Γκουνό, Σαιν-Σανς σε μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Εκείνο το καλοκαίρι της πολιτιστικής πενίας, η παρουσία της Ανίτα Ρατσβελισβίλι ήταν θριαμβευτική, δαμάζοντας ακόμα και την δυσκολία ακουστικής του αρχαιολογικού χώρου.

Πολύγλωσση και με πολιτική θέση

Η φωνή της, εντυπωσιακή σε ποιότητα και όγκο, την καθιέρωσε κυρίως σε, υψηλών απαιτήσεων, όπερες του Βέρντι αλλά και στο ρωσικό ρεπερτόριο. Η Ρατσβελισβίλι τραγουδά στα ιταλικά αλλά και στα γαλλικά και τα ρωσικά, μια γλώσσα, όπως λέει, με μεγάλο πλούτο και μια χώρα με σπουδαία κουλτούρα. Παρόλα αυτά, πριν όσο και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν έχει εμφανιστεί σε κανένα ρωσικό θέατρο, παραμένοντας πιστή στα μέσα διαμαρτυρίας που διαθέτει ως καλλιτέχνιδα. Στέκεται παραδοσιακά απέναντι από την ‘μοναρχική’ πολιτική του Πούτιν και το δηλώνει πάντα ανενδοίαστα. Πως να ξεχάσει και η ίδια τη μακροχρόνια ρωσική βία με αφορμή τη Νότια Οσετία, ή τον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στις δύο χώρες το 2008 με επιθέσεις των Ρώσων ακόμα και στα προάστια της Τυφλίδας;

Στιγμιότυπο από την πρόβα του Βέρθερου στη Λυρική Σκηνή. φωτό: Ανδρέας Σιμόπουλος

Νέα πρόκληση

Η επιστροφή της στην Ελλάδα – είχε προηγηθεί το μνημειώδες all star Gala Βέρντι στο Καλλιμάρμαρο με την συμμετοχή της Ρωσίδας σούπερ σταρ και φίλης της Άννα Νετρέμπκο – πάντως, θα γίνει αλά γαλλικά: Με την όπερα του Ζυλ Μασνέ «Βέρθερος» (βασισμένου στο διάσημο μυθιστόρημα του Γκαίτε) σε αναβίωση της σκηνοθεσίας του Σπύρου Ευαγγελάτου (2014). Η παραγωγή της ΕΛΣ προγραμματιζόταν για το 2020, αλλά η πανδημία μετακίνησε πολλούς από τους αρχικούς σχεδιασμός για αργότερα. Έτσι, η 38χρονη μεσόφωνος θα αναμετρηθεί τώρα το με το ρόλο της Σαρλότ, η οποία ζει έναν αδιέξοδο έρωτα με το νεαρό Βέρθερο. Το συναισθηματικό τέλμα, ωστόσο, οδηγεί τον Βέρθερο στην αυτοχειρία.

Ο ρόλος της στην όπερα του Μασνέ την απομακρύνει αρκετά από τους δραματικούς ρόλους του παρελθόντος, αφού και η ίδια χαρακτηρίζει την ηρωίδα της «τρυφερή και ντελικάτη» (συνέντευξη στο Βήμα, Μάρτιος 2023, Κοσμάς Βίδος) οπότε την οδηγεί σε νέες φωνητικές περιοχές, πιο λυρικές. «Αν δεν αναζητάς νέες ευκαιρίες και δεν προσπαθείς να εξελίσσεσαι κάθε στιγμή σε αυτό που κάνεις, δεν έχεις μέλλον. Πιστεύω ότι μια λυρική τραγουδίστρια είναι απαραίτητο να έχει ένα ευρύ ρεπερτόριο, ωστόσο αυτό ενέχει και κάποιους κινδύνους. Είναι σημαντικό για ένα λυρικό τραγουδιστή να επιλέγει το σωστό ρεπερτόριο για τον ίδιο. Να ερμηνεύει ρόλους που είναι κατάλληλοι για τη φωνή του και να αισθάνεται άνετα μέσα σε αυτούς. Επίσης, για μένα είναι σημαντικό να νιώθω όμορφα και με τον χαρακτήρα, να μπορώ να συνδεθώ με την ηρωίδα που ερμηνεύω. Δεν μου αρέσει να παίζω ήρωες που είναι κακοί από την αρχή ως το τέλος. Δεν μπορώ να συνδεθώ μαζί τους. Επιλέγω πάντα ρόλους που δεν είναι πάνω από τις δυνατότητές μου και που είναι κατάλληλοι, όχι μόνο για τη φωνή μου, αλλά και για το μυαλό και την ψυχή μου» (συνέντευξη στο ΑΠΕ, 2018, Νάντια Μπακοπούλου), εξηγούσε παλαιότερα.

Το σοκ της μητρότητας

Βεβαίως, η μεγαλύτερη πρόκληση για την φωνή της αποδείχθηκε η συνθήκη της μητρότητας. Η πανδημία για εκείνη εκτός από τo συλλογικό χάος έφερε κι ένα μεγάλο δώρο, την κόρη της, ικανοποιώντας μια επιθυμία χρόνων να γίνει μητέρα. Και παρότι η ίδια είχε χρόνο να χαρεί τον ερχομό του παιδιού της, η φωνή της απαιτούσε ανάγκη επαναπροσδιορισμού. Τόσο ώστε προχώρησε σε αλλεπάλληλες ακυρώσεις συναυλιών και εμφανίσεων, κάτι που την έφερε σε σύγκρουση με πολλούς επικεφαλής λυρικών θεάτρων ανά τον κόσμο. «Μετά τη γέννα της κόρης μου ουσιαστικά χρειάστηκε να μάθω ξανά να τραγουδώ. Ξεκίνησα από την αρχή. Ήταν πολύ δύσκολο! Καθόλη τη διάρκεια του περασμένου χρόνου χρειάστηκε να δουλέψω από το μηδέν. Δούλεψα σαν να ήμουν πάλι μαθήτρια. Έπρεπε να μάθω πώς να τραγουδώ με ένα… νέο σώμα. Γέννησα με φυσικό τρόπο, πράγμα που άλλαξε ακόμα και τον τρόπο που λειτουργούσε το μυϊκό σύστημά μου. Από εκείνη τη στιγμή, έπρεπε να εκπαιδευτώ εκ νέου για να αρχίσω να χρησιμοποιώ σωστά αυτό το νέο μυϊκό σύστημα. Η φωνή ήταν εκεί, είχε όμως χάσει την επαφή με το σώμα, και όπως ξέρουν όσοι τραγουδούν, χωρίς αυτή την επαφή δεν γίνεται τίποτε», εξηγεί σήμερα (συνέντευξη στο Βήμα, Μάρτιος 2023, Κοσμάς Βίδος).

Με τη ‘νέα’ φωνή θα εμφανιστεί στη σκηνή της ΕΛΣ για έξι παραστάσεις σε μουσική διεύθυνση του Ζακ Λακόμπ και με παρτενέρ στον ομώνυμο ρόλο του Βέρθερου, τον Ιταλό τενόρο Φραντσέσκο Ντεμούρο.

Ο Φραντσέσκο Ντεμούρο, ο διακεκριμένος Ιταλός τενόρος στο ρόλο του Βέρθερου

@Elena Cherkashyna

Το να γεννηθεί κανείς στη Σαρδηνία (το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου μετά τη Σικελία) είναι μια δέσμευση, τρόπον τινά, για τη μουσική του κουλτούρα. Στη Σαρδηνία εντοπίζεται η αρχαιότερη πολυφωνική τεχνική της μεσογειακής λεκάνης και η μουσική παράδοση των Σάρδων, τελετουργική, πλούσια και γοητευτική, έλκει την καταγωγή της από όλες τις εθνικότητες κατακτητών που πέρασαν από το νησί, δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο κράμα – που φέρει αρκετές ομοιότητες με τη μουσική φυσιογνωμία της Σικελίας.

Ο λαϊκός τραγουδιστής έγινε τενόρος

Εκεί, στο λιμάνι του Πόρτο Τόρρες, στα βορειοδυτικά του νησιού γεννήθηκε το 1978, ο Φραντσέσκο Ντεμούρο. Και ναι, δεν έμελλε να ξεφύγει της μοίρας του να γίνει τραγουδιστής. Ο ίδιος αυτοαποκαλείτο για πολλά χρόνια της παιδικής και νεανικής ζωής του «λαϊκός τραγουδιστής» κι αυτό σημαίνει ότι υπήρξε εκφραστής της τοπικής παράδοσης μέσα από μικρές νεανικές μπάντες της πόλης του.

Ιδιαίτερα εξωστρεφής, έκανε την πρώτη του εμφάνιση μπροστά σε κοινό στην ηλικία των 10 ετών ενώ πριν κλείσει τα 13 του, ήταν ήδη ο βασικός τραγουδιστής ενός γκρουπ έφηβων μουσικών, τους Minicantadores που ειδικευόταν στο canto u chiterra, στο τραγούδι με κιθάρα μια αυτοσχεδιαστική πρακτική που συναντάται ιδιαίτερα στο σαρδηνικό Βορρά. Το γκρουπ του Ντεμούρο είχε μεγάλη απήχηση στα καλοκαιρινά φεστιβάλ. Χρειάστηκε, ωστόσο να περάσουν αρκετά χρόνια για να αποφασίσει πως δεν πρέπει να περιοριστεί στην τοπική μουσική διάλεκτο αλλά να κάνει σπουδές επαγγελματικού τραγουδιού.

«Πάντα τραγουδούσα. Μπορώ να πω πως γεννήθηκα λαϊκός τραγουδιστής. Η όπερα ήρθε στη ζωή μου όταν ήμουν αρκετά μεγάλος. Εκεί κατάλαβα πως ήταν το πεπρωμένο μου, και πως έπρεπε να ακολουθήσω το θείο σχέδιο» (συνέντευξη στο Βήμα, Ιούνιος 2022, Κοσμάς Βίδος), θυμάται. Αυτό και έκανε. Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές από το Σάσαρι το 2003 και αργότερα μετακόμισε στην πρωτεύουσα του νησιού, το Κάλιαρι για να παρακολουθήσει μαθήματα κοντά στην διακεκριμένη στη Σαρδηνία, σοπράνο Ελιζαμπέτα Σκάνο. Τρία χρόνια μετά θα έκανε το ντεμπούτο του με Βέρντι και «Λουίζα Μίλλερ» στην όπερα της Πάρμα και για το επόμενο διάστημα θα ερμήνευε ρόλους σε διάφορες παραγωγές στην ιταλική επικράτεια.

Η σχέση με το ελληνικό κοινό

Στην αρχή της καριέρας του (2008) σε περιοδεία με μια ακόμα όπερα του Βέρντι, τον «Σιμόνε Μποκανέγκρα» πραγματοποιούσε και την πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα, στο Μέγαρο Μουσικής όπου θα επέστρεφε, μετά πολλών τιμών, σχεδόν 15 χρόνια μετά, ερμηνεύοντας τον αδίστακτο Δούκα στον περσινό «Ριγγολέτο», παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου.

Σταθμοί στην καριέρα του

Διακεκριμένος για την bel canto κομψότητα των ερμηνειών του, το ιδιαίτερο ηχόχρωμα στις ‘υψηλές’ περιοχές και συνάμα την σκηνική του αμεσότητα και την εκφραστική δυναμική του, ο Ντεμούρο θα έκανε το μεγάλο άνοιγμα με την «Τραβιάτα» στην Όπερα του Σιάτλ (2009) και με την πρώτη του συνεργασία με τη Σκάλα του Μιλάνου με το έργο του Ντονιτσέτι «Μαρία Στουάρντα» – που, στο μεταξύ, θα έκανε μια στάση και στην Αθήνα, και πάλι στο Μέγαρο Μουσικής.

«Δεν έχω αγαπημένους ρόλους, όμως το ρεπερτόριο που μου ταιριάζει είναι το μπελκάντο, ξεκινώντας από τον Ντονιτσέτι και τον Μπελίνι. Σε αυτού του είδους τη μουσική, αισθάνομαι εξαιρετικά άνετα» (Βήμα, Ιούνιος 2022, Κοσμάς Βίδος), λέει πλέον με την, σχεδόν 15ετή πείρα σε μεγάλα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου. Και δεν είναι λίγα: Η Metropolitan της Νέας Υόρκης, η ‘Οπερα του Μονάχου, της Φρανκφούρτης, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η Κρατική Όπερα της Βιέννης, το Ρεάλ της Μαδρίτης είναι μόνο μερικές από αυτές. Ο Φρανσέσκο Ντεμούρο μοιάζει να έχει κατακτήσει το στόχο του: Θέλει να συνεχίσει να τραγουδάει στην όπερα, διατηρώντας το υψηλό του επίπεδο «Το ρεπερτόριο μου είναι πολύ δύσκολο» παραδέχεται, «αλλά είναι και ό,τι πιο όμορφο έχει γραφτεί για την ανθρώπινη φωνή».

Πατρίς και οικογένεια

Ο Ντεμούρο μπορεί να άργησε να μπει στο λυρικό τραγούδι μα επέλεξε να δημιουργήσει πολύ νέος οικογένεια. Παντρεύτηκε μόλις στα 18 του χρόνια την αγαπημένη του Βιτόρια και μαζί απέκτησαν τρεις κόρες, δημιουργώντας, όπως τονίζει με περηφάνια μια πολύ συμπαγή και δυνατή οικογένεια. «Δυστυχώς, ο χρόνος που μπορούμε να περάσουμε μαζί όλοι μαζί είναι περιορισμένος, όμως κάθε φορά που καταφέρνουμε να συναντηθούμε είμαστε χαρούμενοι γιατί αγαπιόμαστε σαν να είμαστε ένα».

Εκτός την οικογένεια του, ο 40χρονος Φραντσέσκο Ντεμούρο φροντίζει να διατηρεί στενούς δεσμούς και με την ιδιαίτερη πατρίδα, το νησί του. Σαν να μην θέλει να ξεχάσει από που ξεκίνησε, τόσο ο ο ίδιος όσο και η σχέση του με τη μουσική. «Μέσα από τη μουσική ξαναβρίσκω τις παραδόσεις της, επιστρέφω στις καταβολές μου» λέει.
Στην όπερα του Μασνέ υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο του Βέρθερου, ο ανεπίδοτος έρωτας του οποίου για την Σαρλότ αποδεικνύεται καταστροφικός.

@Ανδρέας Σιμόπουλος.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Βέρθερος του Ζυλ Μασνέ
23, 26, 28, 31 Μαρτίου & 2, 4 Απριλίου 2023
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ

Εισιτήρια: €15, €20, €35, €40, €50, €55, €65, €90 | Φοιτητικό, παιδικό: €15 | Περιορισμένης ορατότητας: €10. Προπώληση: Ταμεία ΕΛΣ (2130885700 – καθημερινά 9.00-21.00) & www.ticketservices.gr

Μουσική διεύθυνση: Ζακ Λακόμπ. Σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος. Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ίων Κεσούλης. Σκηνικά, κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Αναβίωση σκηνικών, κοστουμιών: Τότα Πρίτσα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα. Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου

Διανομή

Βέρθερος: Φραντσέσκο Ντεμούρο. Αλμπέρ: Νίκος Κοτενίδης. Διοικητής: Γιάννης Γιαννίσης. Σμιτ: Νικόλας Μαραζιώτης. Γιόχαν: Μαρίνος Ταρνανάς. Mπρύλμαν: Ιωάννης Κοντέλλης. Σαρλότ: Ανίτα Ρατσβελισβίλι. Σοφί: Χρύσα Μαλιαμάνη. Καίτχεν: Αιμιλία Τσιμιδάκη.

Περισσότερα από Art & Culture
VIMA_WEB3b