MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Σύγχρονες όψεις της σχολικής βίας και του εκφοβισμού στο σχολείο

Η σχολική βία και εκφοβισμός δεν είναι φαινόμενα άγνωστα στο ελληνικό σχολείο, όπως προκύπτει από έρευνα που έγινε με τη συμμετοχή εκπαιδευτικών και γονέων στην περιοχή της Αττικής.

Monopoli Team

Η έρευνα με τίτλο «Διερεύνηση σύγχρονων όψεων της σχολικής βίας και του εκφοβισμού στο ελληνικό σχολείο» διενεργήθηκε από το Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου στο πλαίσιο του έργου «Εκπόνηση επιμορφωτικού εκπαιδευτικού ενημερωτικού υλικού και προγράμματος σπουδών επιμόρφωσης» με Αναθέτουσα Αρχή την Ειδική Υπηρεσία Εφαρμογής Εκπαιδευτικών Δράσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Σκοπός της έρευνας ήταν να αποτυπώσει την υφιστάμενη κατάσταση σχετικά με τη βία και τον εκφοβισμό στο ελληνικό σχολείο, καταγράφοντας τις εμπειρίες εκπαιδευτικών και γονέων μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις και να εμβαθύνει στα ευρήματα μέσα από εστιασμένη συζήτηση. Η έρευνα αξιοποίησε συνδυαστικά την πρωτογενή ποιοτική έρευνα και τη συλλογή δευτερογενών στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της πρωτογενούς έρευνας ήταν η διερεύνηση των στάσεων και των απόψεων των εκπαιδευτικών και των γονέων μαθητών/μαθητριών σχολείων όλων των βαθμίδων σχετικά με τις παραμέτρους που σχετίζονται με τα φαινόμενα βίας και εκφοβισμού στο σχολείο και τους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση και στην αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Η έρευνα έλαβε χώρα το διάστημα Μάιος-Ιούνιος 2015 και διενεργήθηκαν 25 συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων που υπηρετούν σε σχολεία της Αττικής και 23 συνεντεύξεις με γονείς μαθητών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων σε σχολεία της Αττικής.

Όλοι οι εκπαιδευτικοί που μετείχαν στην έρευνα είχαν εμπειρία από περιστατικά εκφοβισμού τα οποία είτε χειρίστηκαν προσωπικά, είτε έλαβαν χώρα στο περιβάλλον του σχολείου στο οποίο υπηρετούσαν την περίοδο διενέργειας της έρευνας ή στο παρελθόν. Αντίστοιχη εμπειρία είχαν και οι γονείς από περιστατικά που είτε αφορούσαν τα παιδιά τους, ή παιδιά του περιβάλλοντός τους. Χαρακτηριστικό είναι ωστόσο ότι και οι δυο ομάδες συχνά περιγράφουν περιστατικά τα οποία έχουν μεν βίαια χαρακτηριστικά, δεν πληρούν όμως πάντα τον ορισμό του σχολικού εκφοβισμού ως εσκεμμένη, απρόκλητη πράξη ή συμπεριφορά με επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα.

Όπως διαπιστώνεται από τις εμπειρίες τόσο των γονέων όσο και των εκπαιδευτικών τα φαινόμενα εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο στις επιμέρους βαθμίδες εκπαίδευσης και σε γενικές γραμμές η σοβαρότητα των περιστατικών τείνει να κλιμακώνεται με την ηλικία. Στο νηπιαγωγείο, η «βία» συναντάται με τη μορφή πρώιμων επιθετικών συμπεριφορών που μπορούν να εξελιχθούν σε εκφοβισμό στην πορεία των χρόνων, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και σωστά. Στο δημοτικό σχολείο οι πιο συνηθισμένες εκφάνσεις εκφοβισμού αφορούν στη λεκτική βία, την περιθωριοποίηση μαθητών ή μαθητριών και την άσκηση πίεσης και μικρο-εκβιασμών. Στο γυμνάσιο τα φαινόμενα εκφοβισμού εστιάζουν στην εμφάνιση και σε θέματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ταυτότητα και το φύλο, ενώ συχνά εκφράζονται με σωματική βία και δεν λείπουν φαινόμενα ηλεκτρονικού εκφοβισμού. Στο λύκειο η βία και ο εκφοβισμός εκφράζονται εντονότερα σε σχέση με τις άλλες βαθμίδες και λαμβάνουν τη μορφή πειραγμάτων αλλά και ωμής βίας σε αρκετές περιπτώσεις.

Η οικογένεια και οι συνθήκες που βιώνει το παιδί στο οικογενειακό του περιβάλλον, η σχέση του με τους γονείς, η επικοινωνία και η αίσθηση ασφάλειας, τα πρότυπα που η οικογένεια μεταφέρει, λειτουργούν καθοριστικά σε σχέση με τις συμπεριφορές που θα εκδηλώσει το παιδί στο σχολικό περιβάλλον. Σε αυτό συμφωνούν τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο και οι γονείς. Ακόμη, καθοριστικοί είναι οι ευρύτεροι κοινωνικοί παράγοντες (ανεργία, οικονομική ανέχεια) που επηρεάζουν έμμεσα στάσεις και συμπεριφορές αλλά και η εξοικείωση των παιδιών με τη βία μέσα από την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, καθώς και η αποδοχή της βίας ως μέσου επίλυσης διαφορών από το στενότερο ή ευρύτερο περιβάλλον.

Ωστόσο, πέρα από τον πρωτεύοντα ρόλο της οικογένειας, και οι δύο ομάδες αναγνωρίζουν το σημαντικό ρόλο του σχολείου. Ένα σχολικό περιβάλλον που εμπνέει αίσθηση ασφάλειας στα παιδιά και αποτελεί χώρο δημιουργικής έκφρασης μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά στην εκδήλωση φαινομένων εκφοβισμού.

Αναγνωρίζεται ως δεδομένο πως η βία και ο εκφοβισμός στο πλαίσιο του σχολείου επηρεάζει αρνητικά τους εμπλεκόμενους αλλά και το σύνολο της τάξης, καθώς η ισορροπία διαταράσσεται και η τάξη μπορεί να γίνει δυσλειτουργική, ιδίως αν δεν γίνει προσπάθεια να λυθεί το πρόβλημα. Στο επίπεδο του σχολείου, η ύπαρξη περιστατικών εκφοβισμού που μένουν ατιμώρητα καλλιεργεί κλίμα ατιμωρησίας και προκαλεί φόβο σε ευάλωτα παιδιά. Σε ατομικό επίπεδο, διαταράσσεται η ζωή και η ψυχοσύνθεση των παιδιών που εμπλέκονται άμεσα, ιδίως των θυμάτων. Η άρνηση του παιδιού για το σχολείο είναι «σημάδι», ιδίως στις μικρές ηλικίες, η αλλαγή στη συμπεριφορά, το «κλείσιμο» στον εαυτό του, η απομόνωση και περιθωριοποίηση από το περιβάλλον, η αντικοινωνική συμπεριφορά ή η επιθετικότητα απέναντι σε άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος. Καταγράφονται επίσης (σοβαρές σε κάποιες περιπτώσεις) ψυχοσωματικές συνέπειες, επιρροή στη σχολική επίδοση και στη μεταγενέστερη ζωή του. Σε μεγαλύτερες ηλικίες (δευτεροβάθμια εκπαίδευση) καταγράφηκε μια μεγαλύτερη δυσκολία έκφρασης των συμπτωμάτων αλλά και μια τάση των παιδιών να θέλουν να αντιμετωπίσουν μόνα τους τα περιστατικά χωρίς την παρέμβαση των γονέων.
Βασική ανάγκη των θυμάτων αποτελεί το να νιώσουν υποστήριξη, να ισχυροποιηθούν, για να μη αισθάνονται ανασφάλεια και να έχουν τη σιγουριά ότι ο θύτης θα τιμωρηθεί. Οι γονείς εστιάζουν στην ανάγκη υποστήριξης από τη δική τους πλευρά και τονίζουν την προσπάθεια να βρουν τρόπους επικοινωνίας.

«Κλειδί» στην αντιμετώπιση του φαινομένου και στην άμβλυνση των συνεπειών που μπορεί να έχει, αποτελεί η συνεργασία και η κοινή δράση οικογένειας και σχολείου. Η συνεργασία σχολείου και οικογένειας αναγνωρίζεται ως καθοριστικής σημασίας, αλλά στην πράξη διαπιστώνεται ότι τα εμπόδια είναι αρκετά και ουσιαστικά, καθώς γονείς και εκπαιδευτικοί προσπαθούν να οριοθετήσουν τον ρόλο τους, ενώ θεσμοθετημένες μορφές επικοινωνίας και συνεργασίας δεν λειτουργούν ή δεν είναι πάντα αποτελεσματικές.
Οι γονείς ρίχνουν ευθύνες στους «αδιάφορους» πολλές φορές εκπαιδευτικούς ή στο «βαρετό» σχολείο. Εκφράζουν την άποψη πως σε αρκετές περιπτώσεις οι εκπαιδευτικοί «υποβαθμίζουν» ή «κουκουλώνουν» περιστατικά αντί να κινηθούν προς την κατεύθυνση ουσιαστικής αντιμετώπισής τους, προσπαθώντας να αποφύγουν την εμπλοκή εξωσχολικών παραγόντων και των ίδιων των γονέων στην προσπάθεια επίλυσης του όποιου προβλήματος.

Οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν σχεδόν στο σύνολό τους πως ο ρόλος τους δεν περιορίζεται στη μεταφορά γνώσης, αλλά και στη μεταφορά θετικών προτύπων, έμπνευσης και υποστήριξης στα παιδιά. Εκφράζουν την άποψη πως οι γονείς σε αρκετές περιπτώσεις είναι «υπερβολικοί» και «μεγαλοποιούν» περιστατικά, ενώ δεν έχουν πάντα διάθεση για ουσιαστική συνεργασία. Αναγνωρίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι θα προσεγγίσουν τους γονείς είναι καθοριστικός για τη δημιουργία μιας αμφίδρομης σχέσης συνεργασίας. Οριοθετούν ωστόσο το ρόλο τους στο πλαίσιο του σχολείου και επισημαίνουν ότι, αν η οικογένεια δεν ασχολείται ή δεν ενδιαφέρεται για κάποιο ζήτημα, οι ίδιοι δεν μπορούν να παρέμβουν ουσιαστικά.

Η εμπειρική έρευνα επιβεβαίωσε ότι ο εκπαιδευτικός αποτελεί «κλειδί» σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό προβλημάτων και τη διαχείρισή τους. Ο ρόλος του είναι σημαντικός τόσο στην παρατήρηση και στον εντοπισμό προβληματικών συμπεριφορών όσο και στην παρέμβαση και στην πρόληψη. Η εξατομικευμένη προσέγγιση των εμπλεκομένων και στη συνέχεια των λοιπών παραγόντων της σχολικής κοινότητας, ιδίως της τάξης, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της πρακτικής που διαφαίνεται μέσα από την έρευνα ως αυτή που ακολουθείται για τη διαχείριση και αντιμετώπιση περιστατικών εκφοβισμού. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι περιπτωσιολογική και αποσπασματική, καθώς δεν υφίστανται ενιαία ή συστηματοποιημένα βήματα.

Η έλλειψη εξειδικευμένων εργαλείων, η έλλειψη κοινών κατευθυντήριων γραμμών ή κανόνων κατοχυρωμένων σε θεσμικό επίπεδο «δένουν» τα χέρια των εκπαιδευτικών και δυσκολεύουν την προσπάθειά τους για την αντιμετώπιση αλλά και την πρόληψη του προβλήματος σε επίπεδο σχολείου. Σε συνδυασμό με την έλλειψη συστηματικής επιμόρφωσης στη διαχείριση περιστατικών βίας και εκφοβισμού, οδηγεί στη μη κοινή οριοθέτηση των περιστατικών από όλους. Επιπλέον, συμβάλλει στη διατήρηση αυτού που συμβαίνει στην πράξη στις περισσότερες περιπτώσεις, δηλαδή στην «αυτενέργεια» των εκπαιδευτικών για το χειρισμό και την αντιμετώπιση των περιστατικών με βάση την εμπειρία τους, τη διάθεσή τους ή και τις προσωπικές τους ικανότητες. Αποτέλεσμα αυτών είναι η ουσιαστική διαφοροποίηση των μεθόδων διαχείρισης και αντιμετώπισης του φαινομένου όχι μόνο από σχολείο σε σχολείο, αλλά ακόμη και στο πλαίσιο της ίδιας σχολικής μονάδας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς της, ειδικότερα όταν η διεύθυνση του σχολείου δεν συμβάλλει στην εφαρμογή κοινού τρόπου δράσης.

Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και η έλλειψη υποστηρικτικών και βοηθητικών δομών στο πλαίσιο του δημόσιου ελληνικού σχολείου και η μη υποστήριξη των εκπαιδευτικών από εξειδικευμένους επιστήμονες, σε περιπτώσεις που αυτή μπορεί να κρίνεται απαραίτητη.
Τέλος, η έρευνα κατέγραψε μια σειρά από πρωτοβουλίες και καλές πρακτικές για την αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού σε σχολικές μονάδες. Οι καλές πρακτικές έχουν βιωματικό χαρακτήρα και αφορούν στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκομένων, την επιμόρφωση, και την ενεργό συμμετοχή των παιδιών σχολικής ηλικίας στην κατανόηση, στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση περιστατικών εκφοβισμού. Δεν καταγράφονται ωστόσο μηχανισμοί για τη διάδοση και τη διάχυση των καλών πρακτικών μεταξύ των σχολείων και των εκπαιδευτικών.

Προκειμένου να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν ως ενδεδειγμένες δράσεις, μεταξύ άλλων, τις εξής: 

  • Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε φαινόμενα βίας και εκφοβισμού, ώστε να υπάρχει κοινή προσέγγιση στην αναγνώριση, στο χειρισμό και την πρόληψη περιστατικών.
  • Διαμόρφωση κοινών βημάτων και πρωτοκόλλων χειρισμού περιστατικών βίας και εκφοβισμού σε όλα τα σχολεία με ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευτικών και λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη εμπειρία.
  • Έμφαση σε δράσεις κατά του εκφοβισμού στις χαμηλές βαθμίδες εκπαίδευσης, ιδίως στο δημοτικό σχολείο με συστηματικές δράσεις ευαισθητοποίησης των παιδιών για τη διαφορετικότητα και αξιοποίηση της ευέλικτης ζώνης.
  • Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ανάπτυξη δράσεων ευαισθητοποίησης και πρόληψης με βιωματικό χαρακτήρα.
  • Διαμόρφωση ισορροπημένου προγράμματος στο πλαίσιο του σχολείου που να επιτρέπει την εκτόνωση και τη δημιουργική απασχόληση των παιδιών όλων των ηλικιών.
  • Καθιέρωση δραστηριοτήτων όπως κινηματογραφική βραδιά, σκάκι, θεατρικά παιχνίδια, παρεμβάσεις πολιτισμού και αθλητισμού, δραστηριότητες που έχουν σχέση με τέχνη, με βιβλία, δραματοποίηση, ζωγραφική για τη δημιουργία ομάδων και την καλλιέργεια της αίσθησης της ομάδας.
  • Δημιουργία και στελέχωση υποστηρικτικών δομών σε όλα τα σχολεία.
  • Δημιουργία συμβουλευτικού σταθμού νέων με ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, ανθρώπους που μπορούν να κάνουν δουλειά πρόληψης στο σχολείο.
  • Ενίσχυση της συνεργασίας με τους γονείς, ενεργοποίηση των Συλλόγων Γονέων και ανάπτυξη δράσεων για τους γονείς.
  • Λειτουργία ομάδων γονέων με συμμετοχή και εκπαιδευτικών ώστε να υπάρξει επικοινωνία.
  • Δημιουργία μηχανισμών για τη διάδοση των καλών πρακτικών και της εμπειρίας που έχει αποκτηθεί είτε μέσω ιστοσελίδων είτε μέσω διασχολικών ή θεματικών εκδηλώσεων.
  • Ενημέρωση και συζήτηση με τα παιδιά σε σταθερή βάση.

Περισσότερα από Επίκαιρα
VIMA_WEB3b