MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
28
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Το θεατρικό “φαινόμενο” Νικορέστης Χανιωτάκης

Έχει ίσως υπογράψει τις περισσότερες παραστάσεις από κάθε άλλον Έλληνα σκηνοθέτη τα τελευταία χρόνια. ΄Ομως τι ξέρουμε γι’ αυτόν;

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 05.10.2022

Από το 2018, οπότε και σκηνοθέτησε τη «Γίδα» του ΄Εντουαρντ Άλμπι, τότε για το Θέατρο Θησείον, το όνομα του εκτοξεύθηκε στο αθηναϊκό θεατρικό χωριό. Φυσικά, ο Νικορέστης Χανιωτάκης ήταν ήδη δραστήριος τόσο σκηνοθετικά από το 2011 όσο και ως ηθοποιός από το 2010. Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης – στον Διαγόρα Χρονόπουλο και τον Κωστή Καπελώνη οφείλει πολλά, όπως λέει – μπήκε γρήγορα στις ράγες της παράλληλης δημιουργίας (υπογράφει και μεταφράσεις), συνθέτοντας ένα πλούσιο βιογραφικό grosso modo σε μια δεκαετία.

Φορτωμένη χρονιά

Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια – και με τα αλλεπάλληλα ντόμινο που επέφερε η πανδημία – βρέθηκε να σκηνοθετεί χωρίς ανάσα. Μόνο αυτόν το χειμώνα, συμπεριλαμβανομένων και δύο περσινών επαναλήψεων (τις «Μάγισσες του Σάλεμ» και του «Σεσουάρ για δολοφόνους») υπογράφει τέσσερις σκηνοθεσίες, προερχόμενος από μια εξίσου φορτωμένη χρονιά με έξι παραστάσεις – η μία σε καλοκαιρινή περιοδεία. Όπως και να το δει κανείς, ο Νικορέστης Χανιωτάκης αγγίζει τα όρια του θεατρικού φαινομένου.

«Δεν επιδίωξα τόσες σκηνοθεσίες», εξηγεί, «αλλά οι συνθήκες του covid με τα lockdown και τις διαρκείς αναβολές πύκνωσαν πολύ τις υποχρεώσεις μου. Επιπλέον, μου ήταν πολύ δύσκολο και για πρακτικούς λόγους, να εγκαταλείψω παραστάσεις, γιατί αυτό θα σήμαινε πως θα άφηνα εκτεθειμένους συναδέλφους όσο και θέατρα. Είναι καθαρά ζήτημα συγκυριών» τονίζει σ’ ένα από τα διαλείμματα προβών που έχει εξασφαλίσει.

Η Δανάη Επιθυμιάδη στις «Μάγισσες του Σάλεμ» που συνεχίζονται για δεύτερη χρονιά

Οι πρεμιέρες

Δύο ημέρες πριν έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Χορν, η «Ανθρώπινη Φωνή», ο μονόλογος του Ζαν Κοκτώ με την Λουκία Μιχαλοπούλου, ενώ σήμερα ξεκινάει και ο κύκλος των «Οικόπεδων με θέα» του Ντέϊβιντ Μάμετ στο Άνεσις με έναν ενδιαφέρον ανδρικό θίασο: Γιάννη Μπέζο, Άρη Λεμπεσόπουλο, Μάκη Παπαδημητρίου, Θανάση Κουρλαμπά, Γιάννη Δρακόπουλο. «Κάθε φορά που μπαίνω στο θέατρο – και με τη βοήθεια ικανών συνεργατών – φροντίζω να εντάσσομαι πλήρως στην εκεί συνθήκη. Έχω διώξει το πριν, έχω καθαρίσει το βλέμμα μου από την προηγούμενη πρόβα. Και κάνω την πρόβα πάντα με μιαν αλήθεια. Γιατί ό,τι κι αν κάνω, το δουλεύω επειδή μου αρέσει πολύ. Θα ήταν ψέματα τα πω ότι έχω αναλάβει τόσες σκηνοθεσίες για βιοποριστικούς λόγους».

Ό,τι κι αν κάνω, το δουλεύω επειδή μου αρέσει πολύ. Θα ήταν ψέματα τα πω ότι έχω αναλάβει τόσες σκηνοθεσίες για βιοποριστικούς λόγους

Η έρευνα του στον Μάμετ ξεκίνησε πριν από 1.5 χρόνο ενώ για πάνω στον Κοκτώ δούλευε όλο το καλοκαίρι. «Όταν διάβασα το μονόπρακτο, συντονίστηκα απόλυτα με αυτό το πρόσωπο που αισθάνεται η ζωή της να κηδεύεται μέσα σε έναν έρωτα που χάνει. Ήταν αδύνατο να μην προχωρήσω σε αυτό το ανέβασμα· μέχρι και η Λουκία είπε αμέσως το ‘ναι’. Από την άλλη, τα ‘Οικόπεδα’ είναι η δεύτερη φορά που συναντώ τον Μάμετ (μετά την ‘Ολεάννα’) και νιώθω να με γοητεύει πολύ αυτή η αυτόματη γραφή, το παιχνίδι των λέξεων, το γεγονός ότι παίζει πολύ με το μυαλό του αναγνώστη – θεατή. Και φυσικά, διαπραγματεύεται, σατιρίζοντας το, ένα πολύ σύγχρονο θέμα: Αν δεν πετύχεις, δεν αξίζεις τίποτα» λέει, περιγράφοντας τα καινούργια υλικά με τα οποία καταπιάνεται.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου στο μονόλογο του Ζαν Κοκτώ «Ανθρώπινη φωνή» που ανεβαίνει στο Μικρό Χορν.

Με κλασικά έργα

Κοκτώ, Μάμετ, Μίλλερ αλλά και Mπρους Τζόρνταν – Μέριλιν Έιμπραμς. Τι συνδέουν όλες αυτές τις γραφές και τα έργα; Ο ίδιος αισθάνεται πως έχουν φανερούς δεσμούς μεταξύ τους· καταρχάς «έναν έντονο ανθρώπινο παράγοντα. Τα ενώνει μια κοινή ευαισθησία και δεν τους λείπει ποτέ το χιούμορ, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα δραματικό κείμενο». Βασική δεξαμενή των σκηνοθεσιών του είναι τα κλασικά του 20ου αιώνα, κάτι που χαρακτηρίζει ως «συνειδητή απόφαση». «Με οδηγεί πάντα το έργο, η ανάγκη ώστε ο λόγος να μένει αναλλοίωτος. Στη διαδικασία αυτή προκύπτει το φρέσκο ανέβασμα που θα φέρει νέους θεατές κοντά στους μεγάλους συγγραφείς».

Χωρίς σκηνοθετική γλώσσα

Παρά την πυκνότητα και την συχνότητα με την οποία σκηνοθετεί, ο Νικορέστης Χανιωτάκης πιστεύει πως δεν έχει παγιώσει ένα λεξιλόγιο που χαρακτηρίζει την αισθητική και την σκέψη του. «Η αλήθεια είναι πως δεν λειτουργώ με προκάτ. Κυρίως, γιατί θα ήταν βαρετή διαδικασία. Δεν έχω έναν τρόπο, μια γραμμή. Κάθε φορά δοκιμάζω, κάθε φορά τολμάω. Αν κάτι είναι σταθερό στον τρόπο μου έχει να κάνει με την προσέγγιση μου στους ηθοποιούς, το πως θα πάρω το 100% από τον ερμηνευτή, πώς θα τον κάνω να νιώσει συνδημιουργός, να μπει σε ένα ρόλο με την προσωπικότητα του. Να δημιουργήσω τον πυρήνα μιας ομάδας που θα αγαπήσει εκείνο που συμβαίνει. Αυτό είναι το στοίχημα μου ως σκηνοθέτη».

Άρης Λεμπεσόπουλος και Μάκης Παπαδημητρίου στα «Οικόπεδα με θέα».

Συναισθηματικά κριτήρια

Σε μια εποχή όπου το θνησιγενές, από τη φύση του, θέατρο κινδυνεύει (μεταξύ άλλων) και από την υπερπροσφορά και την υπερκατανάλωση, ο Χανιωτάκης δεν επιδιώκει να καθιερωθεί για το ύφος του. «Για μένα η καλή ανάμνηση μιας παράστασης δεν βρίσκεται στην αρτιότητα της, αλλά στο συναίσθημα που σου έχει γεννήσει. Αν μια παράσταση σε συγκινήσει, αν παραδοθείς στην αφήγηση μιας ιστορίας, αυτό έχει σημασία. Έτσι θα την θυμάσαι. Δεν θέλω να κάνω θέατρο για το θέατρο» εξηγεί.

Για μένα η καλή ανάμνηση μιας παράστασης δεν βρίσκεται στην αρτιότητα της, αλλά στο συναίσθημα που σου έχει γεννήσει

Σχεδόν σε όλες τις απαντήσεις του, φροντίζει να θυμίσει πως δεν τον κινεί ο αυστηρός οδηγός του επαγγελματία, αλλά εκείνου που λειτουργεί περισσότερο με συναισθηματικά κριτήρια. «Προσπαθώ να διατηρήσω μια αίσθηση παιδικότητας, να θυμάμαι τι με έφερε στο θέατρο. Να θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, σε ηλικία 10 ετών, να θυμάμαι τα θεατρικά καλοκαίρια στην Φορτέτσα (κατάγεται από το Ρέθυμνο). Και είναι ένα στοιχείο που μέχρι τώρα με έχει βοηθήσει στις επιλογές μου. Δεν θέλω να ακολουθώ έναν απόλυτα επαγγελματικό κανόνα».

Ο «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα ήταν η πρώτη περιοδεία που σκηνοθέτησε ο Νικορέστης Χανιωτάκης.

Το ξεκίνημα

Πολυπράγμων και στα φοιτητικά του χρόνια – εκτός από το Θέατρο Τέχνης και το μεταπτυχιακό σκηνοθεσίας που έκανε στην Αγγλία, έχει κάνει σπουδές κλασικού τραγουδιού και είναι απόφοιτος από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου ΑΘηνών – ο Νικορέστης Χανιωτάκης ξεκίνησε να εργάζεται στο θέατρο ως ηθοποιός. Μια ιδιότητα που, σε πιο αθόρυβο mode, συντηρεί μέχρι και σήμερα. «Κι όμως, η υποκριτική έχει ισότιμη θέση με την σκηνοθεσία στη ζωή μου. Δεν έχει περάσει χρονιά που να μην παίξω στο θέατρο, απλώς δεν είμαι στην πρώτη γραμμή. Είναι δύο διαφορετικές λειτουργίες για μένα» σημειώνει.

Δέκα χρόνια πριν, η πρώτη σκηνοθεσία

Η σκηνοθεσία προέκυψε τυχαία στη ζωή του μετά από μια πρόσκληση αποφοίτων του 43ου Λυκείου Αθηνών, να επιμεληθεί σκηνοθετικά μια παράσταση τους. Η πρώτη του επαγγελματική παράσταση, ωστόσο, ήρθε το 2011 με τον «Κουλοχέρη του Σποκέϊν» στο Θέατρο Αργώ και πρωταγωνιστές τους Ερρίκο Λίτση και Μυρτώ Αλικάκη. Παράλληλα, ιδρύθηκε «αγνά και ρομαντικά», όπως σχολιάζει και η ομάδα της «Μυθωδίας» σε συνεργασία με τον συμφοιτητή του και ηθοποιό Γεράσιμο Σκαφίδα, με τον οποίον πορεύονται μέχρι σήμερα. Ο Σκαφίδας, μάλιστα, πρωταγωνιστεί και στα «Οικόπεδα με θέα».

«Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια» του΄Εντουαρντ ‘Αλμπι με το Νίκο Κουρή σε ρεσιτάλ ερμηνείας.

Έντεκα χρόνια και πολλές παραστάσεις, συνεργασίες, σκηνοθεσίες αργότερα, ο Νικορέστης Χανιωτάκης τονίζει ότι η δουλειά του δεν τον καθορίζει. «Δεν βάζω την δουλειά μου πάνω απ’ όλα. Οι δικοί μου, η οικογένεια μου (πρόσφατα έγινε πατέρας), οι φίλοι μου, οι άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν και όσοι βάζουν το όνειρο τους μέσα σε όσα κάνω, είναι πολύ πιο σημαντικοί. Κι ούτε πιστεύω πως έχω βρει τον εαυτό μου μέσα στη σκηνοθεσία. Ο εαυτός είναι μια συνεχής αναζήτηση, η ζωή είναι μια συνεχής αναζήτηση. Η τέχνη έμελλε να είναι η παρέα μου στη ζωή, να την ομορφαίνει, να είναι ο δικός μου χώρος για ενωθώ με άλλους. Δουλεύω πολύ, αλλά σας διαβεβαιώ πως μπορώ να ζήσω χωρίς το θέατρο. Και σίγουρα δεν ονειρεύομαι να πεθάνω πάνω στη σκηνή» λέει κατηγορηματικά.

Δεν πιστεύω πως έχω βρει τον εαυτό μου μέσα στη σκηνοθεσία

Τι ονειρεύεται, λοιπόν, μέσα σε ένα τόσο πολυάσχολο και θορυβώδες τώρα; «Δεν έχω μεγάλες φιλοδοξίες και γενικά δεν σκέφτομαι το ‘μετά’. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που στη ζωή μου ήρθαν καλά τα πράγματα, που πολλοί στόχοι μου έγιναν πραγματικότητα, αλλά μέχρι εκεί. Ό,τι κάνω, δεν το κάνω για να αρέσω στο κοινό».

Περισσότερα από Art & Culture
VIMA_WEB3b